Ελληνική θεά του κυνηγιού, την οποία οι Ρωμαίοι ταύτισαν αργότερα με τη Διάνα. Για την καταγωγή της, τίποτε δε μας λέει το όνομα της, σκοτεινό στη σημασία του. Τα χαρακτηριστικά όμως γνωρίσματα με τα οποία εμφανίζεται στην Πελοπόννησο, όπου η λατρεία της είναι παλιότερη από οπουδήποτε αλλού, σαν θεά του κυνηγιού που συνοδεύεται, από την έλαφο, οδηγούν στη συσχέτισή της με τη μινωική πότνια θηρών (το επίθετο χρησιμοποιείται συχνά και για την ίδια), τη θέα των άγριων ζώων και των δασών και συγχρόνως της γονιμότητας της φύσης. Σαν θεά των δέντρων και της βλάστησης, λατρεύεται στην Αρκαδία, τη Μεσσηνία και τη Λακωνία (στις Καρυές η Άρτεμις η Καρυάτις, με τις παρθένες νύμφες Καρυάτιδες). Και η λατρεία της Αρτέμιδος Όρθιας στη Σπάρτη (μ’ όλο που δεν είναι σαφής η σημασία του επιθέτου αυτού) είναι λατρεία της βλάστησης και της γονιμότητας, όπως φαίνεται να δείχνει η θέση του ιερού της, τα αναθηματικά προσωπεία που βρέθηκαν στα αρχαιότερα στρώματα των ανασκαφών, το μοτίβο του χορού στις εορτές και η ιεροτελεστία του ραβδισμού των αγοριών μπροστά στους βωμούς της.
Το γεγονός ότι στον ομηρικό κόσμο παρουσιάζεται σχεδόν αποκλειστικά σαν θεά του κυνηγιού ερμηνεύεται (Βιλαμόβιτς) με την προοδευτική αστικοποίηση της ελληνικής ζωής που απομακρύνεται από την ύπαιθρο και η εξακολούθηση μιας λατρείας δεμένης με τη γη στην Αρκαδία και στη Λακωνία, όπου η ζωή σε πόλεις είναι λιγότερο αναπτυγμένη, είναι ένα στοιχείο που ενισχύει πολύ την ερμηνεία αυτή.
Με την ιδιότητά της σαν θεάς του κυνηγιού, συνδέεται επιπλέον και το γεγονός ότι εικονίζεται συχνά με τόξο και βέλη ( Άρτεμις Εκηβόλος, Ιοχέαιρα). Θεά της άγριας φύσης (Αγροτέρα, εορτές των Ελαφηβολίων στην Αττική), είχε ιερούς τόπους τα ποτάμια και τις πηγές, ενώ οι νύμφες που τόσο συχνά κατά τη μυθολογία αποτελούν τη χαριτωμένη συντροφιά της μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσώπευαν τη φύση και τη βλάστηση. Την Άρτεμη εξάλλου σαν θεά της γονιμότητας και τις νύμφες καλούσαν σε βοήθεια οι γυναίκες την ώρα του τοκετού (Άρτεμις Λοχεία και Ειλείθυια). Αλλά με την ιδιότητά της σαν ποτνίας θηρών (με τη μινωική έννοια) η Άρτεμη αντικατάστησε σε διάφορους τόπους της Ελλάδας τις θεότητες που κατά κάποιον τρόπο συνδέονταν με τη φύση, τη βλάστηση και το κυνήγι ή ταυτίστηκε μ’ αυτές. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι της Αρτέμιδος Λαφρίας, που η λατρεία της ήταν αρκετά διαδεδομένη σ’ ολόκληρη την Κεντρική Ελλάδα (ναός στη Ναύπακτο, εορτές στην Υάμπολη της Φωκίδας- λατρευόταν επίσης στην Κεφαλλονιά και στους Δελφούς). Η Εφεσία Αρτεμις με την ιδιότητά της της μητριαρχικής θεάς είναι βέβαιο ότι υπερίσχυσε έναντι της μικρασιατικής Μεγάλης Μητέρας. Στον ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα, η Άρτεμη παρουσιάζεται ότι γεννήθηκε στη Δήλο από τη Λητώ και ότι βοήθησε μάλιστα, νεογέννητη μόλις, τη μητέρα της να γεννήσει τον αδελφό της Απόλλωνα.
Η τριάδα αυτή – Απόλλωνα, Λητώ, Άρτεμη – παρουσιάζεται συχνά σε ορισμένες πόλεις της ελληνικής αρχαιότητας. Πρόκειται οπωσδήποτε για ανατολικές θεότητες που εγκλιματίστηκαν στην Ελλάδα. Μολονότι τη συνδέουν πολλά στοιχεία του μύθου με τον Απόλλωνα, η Άρτεμη είναι μια ανεξάρτητη μυθική μορφή, που ο θρησκευτικός χαρακτήρας της εξηγεί την τεράστια δημοτικότητα που είχε στον ελληνικό κόσμο. Γύρω στην Άρτεμη σαν θεά του κυνηγιού και της αγνότητας διαμορφώθηκαν οι μύθοι του Ακταίωνα, του Ωρίωνα, και της νύμφης Καλλιστώς, ο μύθος του Ιππόλυτου κλπ. Παρουσιάζεται αυστηρή και εκδικητική και ορισμένα πρόσωπα της μυθολογίας βρήκαν το θάνατο, γιατί προκάλεσαν την οργή της με κάποια εκδήλωση ύβρεως απέναντι της ή απέναντι της μητέρας της (θάνατος των παιδιών της Νιόβης). Η Άρτεμη πήρε ενεργό μέρος στην Τιτανομαχία, αλλά εξόντωσε κι άλλες βλαπτικές δυνάμεις, όπως το Βουφάγο στην Αρκαδία κλπ. Οι πολυάριθμες λατρείες και το πλήθος των υποστάσεων της θεάς βρίσκουν την έκφρασή τους και στην εικονογραφία της. Ιδιαίτερα στην ανατολική και αρχαϊκή περίοδο την παρουσιάζουν με διάφορες μορφές: κυρία των αγρίων ζώων ( Αρτεμις Ταυροπόλος), ντυμένη με αυστηρό χιτώνα και τριγυρισμένη από ζώα και τέρατα, συχνά φτερωτή όπως στη Λάρνακα, του Κυψέλου στην Ολυμπία, πολύμαστος σαν θεά της γονιμότητας στο ξόανο της Εφέσου κλπ. Ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις αρχαϊκές μορφές, κυριάρχησε η μορφή της παρθένου κυνηγού που εικονίζεται με κοντό χιτωνίσκο και υψηλά σανδάλια, με το ελάφι και το σκυλί πλάι της, το τόξο στο χέρι και τη φαρέτρα στον ώμο.
Με τον τρόπο αυτό απεικονίζεται σε λατρευτικά είδωλα, σε μυθικές σκηνές σαν σύντροφος του Απόλλωνα στο φόνο των παιδιών της Νιόβης, στο κυνήγι του Καληδονίου Κάπρου, στη γιγαντομαχία ή ενώ πηγαίνει για κυνήγι με τις νύμφες ή λούζεται στα νερά των ποταμών και των λιμνών. Όταν, αντίθετα, απεικονίζεται σε σκηνές με άλλες θεότητες του Ολύμπου σε λατρευτικά είδωλα, εμφανίζεται να κρατά πυρσό ή κύπελλο, όπως στο άγαλμα της Λυκόσουρας και να φορά μακρύ χιτώνα (όπως στα ανάγλυφα της Δήλου). Οι καλλιτέχνες του 4ου π.Χ. αι. είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στην αγνή πολεμική χάρη της θεάς, στον πραξιτελικό τύπο του Μουσείου της Δρέσδης ή του αγάλματος του Λούβρου· ή ακόμα στον τύπο του δυναμικού αγάλματος των Βερσαλλιών (που βρίσκεται επίσης στο Μουσείο του Λούβρου).
Οι ως άνω 5 φωτό είναι από το miniaturk museum στην Κωνσταντινούπολη, που αναπαριστά τον ναό τς Θεάς Αρτέμιδας στην Έφεσο.