Το αγγείον είναι ένα πνευστό μουσικό όργανο και προέρχεται από τον αρχαίο άσκαυλο. Στην ποντιακή διάλεκτο έχει διάφορες ονομασίες: τουλούμ, τουλουμπάν, τουλούμ-ζουρνά. Στη νησιωτική Ελλάδα είναι γνωστό ως τσαμπούνα. Τσαμπούνα ή γκάιντα έπαιζαν σε μικρότερη κλίμακα και στα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας (π.χ. οι βοσκοί στο Μελί Ερυθραίας, στα Σώκια του Μαιάνδρου κ.α.).
Η κατασκευή του αφορούσε σχεδόν πάντα στον ίδιο τον οργανοπαίκτη. Χρησιμοποιείται το δέρμα ενός ζώου, συνήθως κατσίκας ή προβάτου, το οποίο μετά την κατάλληλη επεξεργασία μετατρέπεται σε ένα είδους αεροθαλάμου. Πάνω στο ασκί τοποθετείται ένας ειδικός επιστόμιος σωλήνας, η στομωτήρα, όπου φυσά αέρα ο οργανοπαίκτης, για να αναπληρώνει την απώλεια του αέρα που χάνεται κατά το παίξιμο. Υπάρχουν, τέλος, δυο αυλοί τοποθετημένοι ο ένας παράπλευρα στον άλλο, που παίζουν μαζί στον ίδιο τόνο και την ίδια μελωδία. Η διαφορά του αγγείου από την γκάιντα του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου είναι ότι σ’ αυτήν υπάρχει και άλλος αυλός που λειτουργεί για να κρατά το ίσο.
Το αγγείον παίζεται κρατημένο κάτω από την αριστερή μασχάλη, για να πιέζεται ελαφρά και να παράγεται ο ήχος, ενώ ο οργανοπαίκτης φυσά και παράλληλα παίζει με τα δάχτυλα την μελωδία στους αυλούς. Ο καλός τουλουμτζής παίρνει αναπνοή από το διάφραγμα και όχι από το στήθος, για να μπορεί να φυσά και να παίζει πολλές ώρες χωρίς να κουράζεται
Είναι όργανο των ορεινών όγκων του Πόντου, ιδιαιτέρως του Ανατολικού. Εμφανίζεται κυρίως στους κτηνοτροφικούς πληθυσμούς των περιχώρων της Τραπεζούντας (Ματσούκα, Γαλλίαινα, Σάντα, Κρώμνη, Όφις, Σούρμενα κλπ.). Είναι ιδανικό για διασκεδάσεις σε ανοιχτούς χώρους και παίζεται συνήθως μόνο του. Οι μερακλήδες τονλουμτζήδες, με τις γρήγορες κινήσεις τους μέσα στον κύκλο των χορευτών, ξεσήκωναν τον κόσμο που χόρευε. Πολλές φορές, μέσα στην έξαρση του χορού, ξάπλωναν στο χώμα και έπαιζαν το αγγείον, παρασύροντας τους χορευτές σε ξέφρενους ρυθμούς.
Στην Ελλάδα το αγγείον συνέχισε να ακούγεται σε αγροτικές περιοχές της Μακεδονίας κυρίως, αλλά και όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τις προαναφερθείσες περιοχές. Από την δεκαετία του 1970 ως το τέλος του 20ού αιώνα, το αγγείον πέρασε τη μεγαλύτερη κάμψη του, καθώς οι εναπομείναντες οργανοπαίκτες ήταν πολύ μεγάλης ηλικίας και το όργανο δεν προβαλλόταν ούτε από το ραδιόφωνο ούτε από τον οργανωμένο χώρο των πολιτιστικών σωματείων ούτε φυσικά και από τη δισκογραφία. Τα τελευταία, ωστόσο, χρόνια παρατηρείται μια ελπιδοφόρα προσπάθεια εκμάθησης του οργάνου από νεαρής ηλικίας άτομα.