Στη δυτική πλευρά της χερσονήσου της Ερυθραίας, σε απόσταση 5 χλμ. από τον Τσεσμέ και 10 μιλίων από τη Χίο, βρίσκεται το χωριό Αγιά-Παρασκευή ή Κιόστε, με 4-5.000 μόνον Έλληνες κατοίκους (ως το 1922, το οποίο υπαγόταν διοικητικά στον καζά (επαρχία) του Τσεσμέ και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Κρήνης.
Κατά το 19ο αιώνα, στην Αγιά-Παρασκευή η ιστιοφόρος εμπορική ναυτιλία βρισκόταν σε μεγάλη ανάπτυξη. Οι Αγιοπαρασκευούσηδοι είχαν καράβια μέχρι και 300 τόνων, με τα οποία έκαναν εμπορικά ταξίδια στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και ολόκληρης της Μεσογείου, μεταφέροντας κυρίως τα αγροτικά προϊόντα της Ερυθραίας (σταφίδα, σύκα, γλυκάνισο, αλίπαστα, ξερά χταπόδια κλπ.), αλλά και είδη πολυτελείας από μακρινά πόρτα (Τριέστι, Μαρσίγια, Οντέσα, Ροστόβι, Μπραΐλα κλπ.). Με την εμφάνιση των ατμοπλοίων όμως, οι περισσότεροι Αγιοπαρασκευούσηδοι, αδυνατώντας να συναγωνιστούν τη νέα τεχνολογία, στράφηκαν στην αλιεία βυθού με τράτες, γκαγκάβες (σπογγαλιευτικά) και ανεμότρατες, την οποία ανέπτυξαν σε βαθμό αξιοζήλευτο, γιατί ψάρευαν σε όλα τα παράλια του Αιγαίου. Το μεγαλύτερο μέρος των ανδρών και των νέων, από 12 ετών και πάνω, ήταν ναυτικοί και ψαράδες. Την αλιεία βυθού την είχαν διδαχθεί από τους Ιταλούς. Το δίχτυ, που είχε τη μορφή σάκου, σερνόταν δεμένο μεταξύ δύο καϊκιών σαν ανοιχτό χωνί και έφτανε ως το βυθό της θάλασσας, συγκεντρώνοντας μέσα του μεγάλες ποσότητες αλιεύματα)ν.
Ως το 1914 σε όλα τα παράλια της Μικράς Ασίας, της Θράκης, της Μακεδονίας, της Παλιάς Ελλάδας και στα νησιά του Αιγαίου, την αλιεία βυθού ασκούσαν μόνο οι ψαράδες του Κιόστε, γνωστοί περισσότερο ως Τσεσμελήδες. Τα άλλα συστήματα αλιείας απέδιδαν μικρές ποσότητες, που δεν έφθαναν να χορτάσουν ψάρια την Ελλάδα. Μέχρι τότε μόνο οι αγιοπαρασκευούσικες τράτες εφοδίαζαν με μεγάλες ποσότητες ψαριών και με αλίπαστα τους μπαλουχανάδες (ιχθυαγορές) των πόλεων. Είναι γνωστό ότι καμιά παραθαλάσσια πόλη ή χωριό της Μικρασίας δεν διέθετε συγκροτημένο αλιευτικό στόλο αλιείας βυθού, εκτός από την Αγιά-Παρασκευή. Πάνω από 90 κωπήλατες τράτες, γύρω στις 100 ιστιοφόρες ψαροπούλες, πάνω από 30 ζευγάρια ανεμότρατες, δηλ. 60 πλεούμενα, και περίπου 50 παστωτζήδικα, εμπορικά και άλλα καΐκια διέθετε το 1922 η Αγιά- Παρασκευή. Και με τόσα πλεούμενα, ήταν από τα λίγα χωριά των μικρασιατικών παραλίων που και στους δύο διωγμούς δεν έκλαψε θύματα, γιατί σε μικρό διάστημα μεταφέρθηκε ολόκληρο το χωριό μαζί με τα υπάρχοντά του στη γειτονική Χίο, κι από εκεί σε άλλα ψαρολίμανα της Ελλάδας, όπως στη Μυτιλήνη, τη Χαλκίδα, τη Σκιάθο, τον Βόλο, τη Θεσσαλονίκη (Ν. Κρήνη, Ν. Μηχανιώνα), την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη, όπου μπορούσαν να ασκήσουν το θαλασσινό τους επάγγελμα, που τόσο καλά γνώριζαν.
Στη Νέα Μηχανιώνα της Θεσσαλονίκης, όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Αγιά-Παρασκευή της Ερυθραίας αλλά και από τη Μηχανιώνα της Κυζίκου, συνδυάστηκε η τεχνογνωσία των δύο συστημάτων, αυτό της αλιείας βυθού, που γνώριζαν οι Αγιοπαρασκευούσηδες και αυτό της αλιείας επιφανείας, που γνώριζαν οι Μηχανιώτες, με αποτέλεσμα να αναδείξουν τη Νέα Μηχανιώνα σε πρότυπο κέντρο αλιείας για όλη την Ελλάδα.