(λιγούστρο το κοινό)
Κομψό δενδρύλλιο της οικογένειας των Ελαιιδών (Δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυές σε δάση και θαμνοτοπους σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Σπανιότερα συναντιέται στα νησιά του Αιγαίου.Είναι γνωστό και με τα ονόματα μυρτολιά (Μάνη) και νεροβεργιά. Συγγενικά είδη (λιγούστρο το ωόφολλο, το ιαπωνικό, το καλιφορνέζικο, το σινικό κλπ.) καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Όλα τα είδη έχουν φύλλα λογχοειδή ή ωοειδή, παχιά και σκληρά, πιό γυαλιστερά από πάνω και πιο ανοιχτόχρωμα από κάτω. Τα άνθη, μικρά, λευκά και εύοσμα, με χοανοειδή στεφάνη, είναι συγκεντρωμένα σε επάκριους βότρεις. Οι καρποί, σφαιρικές ράγες, γίνονται μαύροι και γυαλιστεροί όταν ωριμάσουν. Από το ξύλο της αγριομυρτιάς κατασκευάζονται διάφορα εργαλεία, ο φλοιός της χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία, από τις ρίζες της εξάγεται βαφική ουσία και τα φύλλα και τα άνθη της είναι φαρμακευτικά.