Όνομα το οποίο δίνεται σε πολλά ημερόβια πουλιά, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό ράμφος. Τα πόδια του αετού έχουν τέσσερα δάχτυλα τρία μπρος και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και κατακομματιάζει τη λεία του.
Ο Αετός ζει κατά ζεύγη και χτίζει τη φωλιά του σε απρόσιτους βράχους των ορεινών περιοχών. Οι νεοσσοί του, δυο τρεις συνήθως σε κάθε επώαση, είναι αδέξιοι στην αρχή, γι’ αυτό τους ανατρέφει για πολύ καιρό με μεγάλη επιμέλεια.
Σε όλες τις ορεινοδασώδεις περιοχές της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής συναντιέται ο βασιλικός αετός, όπως τον ονόμασε ο Αθηναίος, ή γνήσιος κατά τον Αριστοτέλη (Αετός ο χρυσάετος). Στην Ελλάδα βρίσκεται κυρίως στον Όλυμπο, στον Παρνασσό, στην Πίνδο, στην Οίτη και στον Τυμφρηστό. Το ρωμαλέο αυτό αρπακτικό έχει σώμα μεγάλο και κεφάλι σχετικά μικρό. Η κόγχη των ματιών του προεξέχει στο πάνω μέρος και κάνει το βλέμμα του άγριο. Το άνοιγμα των πτερύγων του μπορεί να ξεπεράσει τα δυο μέτρα. Όλο το πτέρωμά του έχει χρώμα καστανόφαιο και η ουρά του είναι κοφτή.
Το πέταγμά του είναι μεγαλοπρεπές· πολλές φορές, καθώς πετάει αργά με τα φτερά του ανοικτά και ακίνητα, μοιάζει σαν να γλιστράει μέσα στον αέρα. Ο αετός κυνηγάει θηλαστικά και πουλιά, ακόμη και αρκετά μεγάλα (αρνιά, χήνες, κότες)· καμιά φορά αρπάζει και νήπια και δε διστάζει να επιτεθεί και εναντίον μεγάλου ανθρώπου όταν τον ενοχλήσει ή όταν πρέπει να προστατεύσει τη φωλιά του. Η συμπεριφορά και η όψη του τον έκαναν να θεωρείται βασιλιάς των πουλιών.