Βασιλιάς της Μακεδονίας, γιος του Φιλίππου Β’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτόλεμου (Πέλλα 356 – Βαβυλών 323). Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει το Βουκέφαλο, άλογο που όλοι πίστευαν πώς ήταν αδύνατο να δαμαστεί) και με ακόμα σπανιότερο πνεύμα, αγαπούσε την ποίηση και την ιστορία και ο Όμηρος ήταν ο αγαπημένος του ποιητής, ιδίως η Ιλιάς, στην οποία είχε βρει το πρότυπο που ονειρευόταν να μιμηθεί, τον Αχιλλέα. (Ο ίδιος ο Αλέξανδρος θα χρησιμεύσει αργότερα σαν πρότυπο για τον Καίσαρα, τόσο για την επιθυμία του να συγκροτήσει μια εκτεταμένη αυτοκρατορία, όσο και για την πολιτική συγχώνευσης των λαών, που εφάρμοσε). Ο Φίλιππος είχε φροντίσει ιδιαίτερα για την αγωγή του διαδόχου του και το 343 κάλεσε στην αυλή της Πέλλας τον Αριστοτέλη (που έμεινε εκεί δυο χρόνια) και του ανάθεσε τη διαπαιδαγώγηση του. Ο Αλέξανδρος διατήρησε πάντα βαθύ σεβασμό για το δάσκαλο του και τις πολιτιστικές αξίες γενικά, άσχετα με το βαθμό κατά τον οποίο επέδρασε αποφασιστικά ο Σταγειρίτης στη φιλοσοφική του διαμόρφωση. Και στις σκληρότερες εκστρατείες του ο Αλέξανδρος δεν άφηνε τη μελέτη. Οι τρεις τραγικοί, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, του ήταν ιδιαίτερα προσφιλείς και για την Ιλιάδα λένε πως δεν έλειπε από το προσκέφαλο του.
Πριν ακόμα ανέβει στο θρόνο διακρίθηκε στη μάχη της Χαιρώνειας (338), όπου ο πατέρας του του είχε αναθέσει την αρχηγία του αριστερού κέρατος. Δυο χρόνια νωρίτερα (ήταν τότε 16 ετών), όταν ο Φίλιππος τον είχε αφήσει επίτροπο του θρόνου, εξεστράτευσε ο ίδιος και κατέβαλε την επανάσταση της φυλής των Μαίδων. Στο θρόνο ανέβηκε το 336, σε ηλικία είκοσι ετών, μετά τη δολοφονία του πατέρα του. Οι συνθήκες δεν ήταν εύκολες. Στο εσωτερικό είχε να αντιμετώπισα δυναστικές διενέξεις και στο εξωτερικό την εξέγερση των Θρακών και των Τριβαλλών, αλλά και τον αναβρασμό των άλλων ελληνικών πόλεων, που ύστερα από το θάνατο του Φιλίππου ζητούσαν να ανακτήσουν την αυτονομία τους. Χρησιμοποιώντας την ισχυρή στρατιωτική οργάνωση, που είχε δημιουργήσει ο Φίλιππος, και στρατηγούς πιστούς και ικανούς, κατόρθωσε να σταθεροποιήσει την εξουσία του στο εσωτερικό, να υποτάξει τους βάρβαρους και να κατασιγάσει τον αναβρασμό των ελληνικών πόλεων. Σπεύδει στη Θεσσαλία, όπου το Κοινόν τον αναγνωρίζει στρατηγό αυτοκράτορα· προχωρεί στη Βοιωτία, όπου το αμφικτιονικό συνέδριο του αναθέτει την ηγεμονία της Ελλάδας. Ο Αλέξανδρος δέχεται με σεβασμό, που αντανακλούσε τα αισθήματά του για την πόλη, τους πρέσβεις της Αθήνας φτάνει στην Πελοπόννησο. Φυσικά, κάθε σκέψη αντίστασης έχει παραλύσει. Στην Κόρινθο συγκαλεί (φθινόπωρο 336) αντιπρόσωπους όλων των ελληνικών πόλεων (οι Σπαρτιάτες δεν έστειλαν, απαντώντας στην πρόσκληση, πως δεν είναι «σφίσι πάτριον άκολουθεϊν άλλοις») για ν’ αποφασίσουν σχετικά με την εκστρατεία εναντίον των Περσών. Το συνέδριο ανακήρυξε τον Α. στρατηγό-αυτοκράτορα των Ελλήνων και οι πόλεις ανάλαβαν να του παραχωρήσουν στρατό για την εκστρατεία.
Η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Αλέξανδρου αποκαλύφτηκε την άνοιξη του 335, όταν εξεστράτευσε εναντίον των Τριβαλλών, που, είχαν εγκατασταθεί στη σημερινή βόρεια Βουλγαρία, και απειλούσαν τα βόρεια σύνορα του κράτους του. Μέσα σε δέκα μέρες ο μακεδονικός στρατός έφτασε στον Αίμο, τον παραβίασε στη διάβαση Σίπκα, σύντριψε τους Τριβαλλούς, πέρασε σε μια νύκτα το Δούναβη, τρομοκράτησε τους Γέτες και εδραίωσε τη μακεδονική επιρροή. Επέστρεψε ύστερα, βάδισε νοτιοδυτικά και κατέβαλε τους Ιλλυριούς.
Ενώ ακόμα αντιμετώπιζε τους Ιλλυριούς, στην Ελλάδα κυκλοφόρησε η διάδοση πως πέθανε και οι πόλεις άρχισαν να κινούνται πάλι. Πρώτοι οι Θηβαίοι πολιόρκησαν τη μακεδονική φρουρά, ενώ μεγάλος αναβρασμός επικρατούσε στην Αθήνα (που ενίσχυσε τους Θηβαίους με όπλα, κατά προτροπή του Δημοσθένη) και στην Πελοπόννησο. Ο Αλέξανδρος σπεύδεια με εκπληκτική ταχύτητα: σε επτά μέρες φτάνει στη Θεσσαλία, σε άλλες πέντε εισβάλλει στη Βοιωτία και φτάνει μπροστά από τα τείχη της Θήβας. Αφού απότυχαν οι προσπάθειές του να παραδοθεί η πόλη, την καταλαμβάνει και την ανασκάπτει, με εξαίρεση μόνο το σπίτι του Πινδάρου (φθινόπωρο 335). Η τιμωρία της Θήβας παράλυσε κάθε σκέψη αντίστασης στις άλλες πόλεις. Οι Αθηναίοι σπεύδουν με πρεσβεία να συγχαρούν τον Αλέξανδρο για την ευτυχή έκβαση της εκστρατείας του κατά των Τριβαλλών και των Ιλλυριών και για την κατάληψη της Θήβας. Αυτός εγκατασταίνει μακεδονικές φρουρές και επιστρέφει στη Μακεδονία για να προπαρασκευάσει τον πόλεμο εναντίον των Περσών.
Η ασιατική εκστρατεία.— Την άνοιξη του 334 ο Αλέξανδρος αναλαβαίνει τη μεγάλη ασιατική εκστρατεία, εντάσσοντας το παλιό πατρικό σχέδιο στο πλαίσιο μιας ανταπόδοσης του ελληνικού κόσμου εναντίον των Περσών, για την παλαιότερη απρόκλητη επίθεσή τους εναντίον της Ελλάδας. Αφήνει ως αντιβασιλέα τον Αντίπατρο και επικεφαλής 40.000 πεζών και ιππέων, Μακεδόνων αλλά και από τις άλλες ελληνικές πόλεις, ξεκινάει από την Πέλλα, περνάει από την Αμφίπολη κι ακολουθώντας την παραλία φτάνει σε είκοσι μέρες στη Σηστό, όπου ήρθε και ο στόλος του με τον οποίο πέρασε τον Ελλήσποντο. Στην παλαιά Τροία θυσίασε στην Αθηνά και στεφάνωσε τον τάφο του Αχιλλέα. Η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, στο θρόνο της οποίας είχε ανέβα ο Δαρείος Γ’ ο Κοδομανός, αν και εξαιρετικά μεγάλη σε έκταση και με μεγάλους πόρους και πλούτο έπασχε από έλλειψη στρατιωτικής οργάνωσης και σταθερής κεντρικής εξουσίας. Ο Αλέξανδρος πάλι, διέθετε εξαίρετα οργανωμένο στρατό, αριθμητικά όμως λίγο, και, το κυριότερο, δεν είχε διόλου οικονομικούς πόρους. Η πρώτη σύγκρουση γίνεται στον ποταμό Γρανικό (τέλη Μαΐου 334): οι Πέρσες, παρά τη γνώμη του Ρόδιου Μέμνονα, παρατάσσονται στη δεξιά όχθη του ποταμού για ν’ αντιμετωπίσουν τον Αλέξανδρο· αυτός, παρά τη γνώμη του Παρμενίωνα κάνει επίθεση. Η σκληρή μάχη τελειώνει με ήττα των Περσών. Οι πύλες της Μ. Ασίας είχαν ανοίξει για τον Αλέξανδρο. Από τα πρώτα λάφυρα θα στείλει στην Αθήνα 300 πανοπλίες, αφιέρωμα στην Αθηνά, με την επιγραφή: «Αλέξανδρος ο Φιλίππου και οί Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων άπό των βαρβάρων των τήν Άσίαν κατοικούντων». Τους Έλληνες μισθοφόρους των Περσών, που συνέλαβε αιχμαλώτους θα τους στείλει να εργάζονται στη Μακεδονία «δήσας έν πέδαις», γιατί αν και ήταν Ελληνες, πολέμησαν με το μέρος των βαρ- : ιχ>\ Ασιατών, «παρά τά κοινή δόξαντα τοις Έλλησι».
Με τη νίκη του στο Γρανικό ο Αλέξανδρος εξασφάλισε την εύνοια όλων των ελληνικών πόλεων, τις ανακήρυξε αυτόνομες και ελεύθερες. Προχωρεί ύστερα – άλλοτε αφού συναντά κάποια αντίσταση, άλλοτε χωρίς μάχη και άλλοτε με το να γίνεται δεκτός ως απελευθερωτής – στις Σάρδεις, όπου θεμελιώνει ναό του Ολυμπίου Δία, στην Έφεσο, όπου σχεδιάζει, μεταξύ άλλων, να αποπερατώσει τους ναούς της, στη Μίλητο, Αλικαρνασσό, Φρυγία, Καρία, Λυκία Παμφυλία, Πισιδία, συγκεντρώνει τα στρατεύματά του στο Γόρδιο, στο Σαγγάριο ποταμό (όπου κατά την παράδοση κόβει με το σπαθί του τον περίφημο δεσμό), δέχεται εκεί ενισχύσεις από τη Μακεδονία, προχωρεί προς το Νότο, στην Κιλικία, φτάνει στην Ταρσό και στρατοπεδεύει στη Μυρίανθο, κοντά στη σημερινή Αλεξανδρέτα. Προς τα εκεί σπεύδει από τη Βαβυλώνα και ο Δαρείος με δυνάμεις μεγαλύτερες από του Αλέξανδρου. Οι δυο στρατοί συγκρούονται στην Ισσό (333) στη μάχη που έκρινε την κυριαρχία της Ασίας. Οι Πέρσες νικούνται και ο Δαρείος φεύγει εγκαταλείποντας αιχμάλωτη στον Αλέξανδρο την οικογένειά του (ο Αλέξανδρος τη μεταχειρίστηκε «βασιλικά», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Αρριανός στο έργο του Αλεξάνδρου Ανάβασις, κύρια πηγή, σήμερα, για τη σπουδαία αυτή εκστρατεία του Αλέξανδρου) και πλήθος από λάφυρα πολύτιμα για τους Έλληνες.
Η ανάγκη να αποχτήσει ασφάλεια στις θαλάσσιες μεταφορές και στον ανεφοδιασμό με σιτηρά, επιβάλλει στον Αλέξανδρο να μην καταδιώξει τον περσικό στρατό, αλλά να προχωρήσει προς Ν. στη Συρία και Παλαιστίνη να κατακτήσει την Αίγυπτο και να απομονώσει έτσι την Περσία από τη Μεσόγειο. Απορρίπτει προτάσεις του Δαρείου για ειρήνη, μπαίνει στη Φοινίκη, κυριεύει την Τύρο, έπειτα από επτάμηνη πολιορκία τη Γάζα και ολόκληρο το Δέλτα του Νείλου και γίνεται κύριος της Αιγύπτου, ιδρύει την Αλεξάνδρεια (331), φτάνει στο μαντείο του Αμμωνα (600 περίπου χλμ. από την Αλεξάνδρεια) όπου ενθρονίζεται νόμιμος διάδοχος των φαραώ και οι ιερείς του θεού τον ονόμασαν, όπως άλλοτε τους φαραώ, «υιόν του Άμμωνος», επιστρέφει στη Μέμφιδα, οργανώνει τη διοίκηση της Αιγύπτου, ξαναγυρίζει διά μέσου της Συρίας και εισδύει στην καρδιά του περσικού κράτους, όπου αντιμετωπίζει τις δυνάμεις του Δαρείου, που έχουν αναδιοργανωθεί (Σεπτέμβριος 331) στα Γαυγάμηλα, κοντά στη Μοσούλη, τις συντρίβει και κυριεύει ύστερα όλες τις πρωτεύουσες του μεγάλου βασιλιά: Βαβυλώνα, Σούσα, Περσέπολη, Εκβάτανα. Ο Δαρείος, τελευταίος των Αχαιμενιδών, τελικά θα σκοτωθεί από το σατράπη της Βακτριανής Βήσο. Το κράτος του έχει πια διαλυθεί. Με την πτώση της Περσέπολης και το θάνατο του Δαρείου τελείωνε ο εθνικός πόλεμος των Ελλήνων εναντίον των Περσών.
Στις αρχές του 329 ο Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ινδικό Καύκασο, κυριεύει τη Βακτριανή και τη Σογδιανή, συλλαμβάνει το Βήσσο, που τον παραδίνει να το θανατώσουν οι Πέρσες, για την προδοτική του στάση απέναντι στο Δαρείο, φτάνει στα ανατολικά όρια του περσικού κράτους, στον ποταμό Ιαξάρτη, όπου ιδρύει την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη, και παντρεύεται την κόρη του σατράπη της Βακτριανής Οξυάρτη, Ρωξάνη, για να υπογραμμίσει έτσι την ιδεατή συγχώνευση Ελλάδας και Ασίας.
Εκστρατεία στην Ινδική.— Ο Αλέξανδρος συνεπαρμένος τώρα από το όραμα μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, αναλαμβάνει την κατάκτηση των Ινδιών, παρά τις φοβερές δυσκολίες που προδιάγραφαν οι τεράστιες αποστάσεις, το έδαφος και το κλίμα. Διαβαίνει τον Ινδό, προχωρεί ως τον Υδάσπη, όπου σημειώνει μια από τις λαμπρότερες νίκες του εναντίον του ηγεμόνα της Ινδικής Πώρου (Μάιος – Ιούνιος 326), ιδρύει δυο ακόμα πόλεις, τη Νίκαια και τη Βουκεφάλα (προς τιμήν του αλόγου του, που πέθανε εκεί), κυριεύει μέρος της λεκάνης του Ινδού και βαδίζει ως τον ποταμό Ύφαση, που ήταν και το τέρμα της εκστρατείας του. Τα σχέδιά του να προχωρήσει στην κοιλάδα του Γάγγη προσέκρουσαν στην αντίδραση του στρατού του, που είχε αποκάμει από τις συνεχείς πορείες και συγκρούσεις. Ο Αλέξανδρος χτίζει βωμούς, προσφέρει θυσίες, τελεί αγώνες και δίνει το σύνθημα της επιστροφής. Πολυάριθμος στόλος, που είχε κατασκευαστεί εκεί, θέτεται κάτω από τη διοίκηση του Νεάρχου. Ένα μέρος του στρατού και ο Αλέξανδρος μπαίνουν στα πλοία: οι υπόλοιποι ακολουθούν τις όχθες του ποταμού. Προχωρούν στα Ν, καταβάλλουν την αντίσταση που συναντούν, φτάνουν στα Πάταλα, όπου κατακευάζουν μεγάλο λιμάνι κι από κει ο Νέαρχος παραπλέει την Ινδική κι ο Αλέξανδρος προχωρεί κατά μήκος της ερήμου. Το Φεβρουάριο του 324 ο Αλέξανδρος φτάνει στα Σούσα όπου επίσης έρχονται ο Νέαρχος, ο Κρατερός και ο Ηφαιστίων. Η καταπληκτικότερη εκστρατεία όλων των εποχών είχε τελειώσει. Στα Σούσα παντρεύεται την κόρη του Δαρείου Γ’ Στάτειρα. Την άνοιξη του 323 εγκατασταίνει την πρωτεύουσά του στη Βαβυλώνα, όπου τον περιμένουν πρέσβεις από όλο το γνωστό κόσμο, και σχεδιάζει να κατακτήσει την Αραβία και να συνεχίσει στη δυτική λεκάνη της Μεσογείου. Εκεί όμως πεθαίνει. Είναι χαρακτηριστικό της αγάπης και της επιβολής που είχε εμπνεύσει ο Αλέξανδρος τους Πέρσες, επίσημους και άλλους, ότι η μητέρα του Δαρείου είχε τόσο εκτιμήσει το μεγάλο κατακτητή για τα ψυχικά του χαρίσματα και τον είχε τόσο αγαπήσει, ώστε δεν άντεξε στον πόνο που της δημιούργησε ο ξαφνικός θάνατος του και πέθανε (αρνήθηκε ν’ αγγίξει φαγητό τρεις μέρες κι έσβησε από τη θλίψη). Και όμως είχε αντέξει το θάνατο του δικού της γιου, που άμεσα είχε προκαλέσει η εκστρατεία του μεγάλου στρατηλάτη, αλλά και σπουδαίου ανθρώπου.
Η καταπληκτική μοίρα του Αλέξανδρου, η έκταση της αυτοκρατορίας που δημιούργησε μέσα σε λίγα χρόνια, οι νέες συνθήκες στα εδάφη, που είχαν κατακτηθεί, τροποποιούσαν σιγά-σιγά τη νοοτροπία του νεαρού βασιλιά και διόγκωσαν τη φιλοδοξία του όσο σωρεύονταν οι επιτυχίες. Είκοσι χρονών ανεβαίνει στο θρόνο, 22 χρονών εκστρατεύει στην Ασία εναντίον της Περσίας, 24 χρονών ενθρονίζεται ως νόμιμος διάδοχος των φαραώ, 25 χρονών διαλύει την περσική αυτοκρατορία, 27 χρονών εισβάλλει στη Σογδιανή, 30 χρονών εισβάλλει στις Ινδίες, 32 χρονών επιστρέφει στα Σούσα ύστερα από την καταπληκτικότερη εκστρατεία όλων των εποχών, 33 χρονών τον υποδέχονται στη Βαβυλώνα πρέσβεις από τα πέρατα του κόσμου). Αλλά ο Αλέξανδρος δεν είναι μόνο ο μεγάλος κατακτητής· είναι επίσης οργανωτής, που κυριαρχείται από την ιδέα της συγχώνευσης των λαών του κράτους του.
Οι πρώτες μεταβολές στον εξαιρετικά πολυσύνθετο χαρακτήρα του εκδηλώνονται μετά τη διάλυση του κράτους του Δαρείου. Υιοθετεί τότε την εθιμοτυπία της αυλής των Αχαιμενιδών, απαιτεί να τον περιβάλλουν με λατρεία, διατηρεί τις σατραπείες, διορίζοντας σατράπες και Έλληνες και Ανατολίτες, σέβεται τις παραδόσεις και τη θρησκεία κάθε λαού που υποτάσσει, και ακολουθεί στο σημείο αυτό το παράδειγμα της ανεκτικότητας των Αχαιμενιδών βασιλιάδων, σχηματίζει σώμα νεαρών Περσών ευγενών που σύμφωνα με το μακεδονικό σύστημα εξοπλίζονται. Προσπαθεί να ενθαρρύνει τους άντρες του να παντρεύονται Περσίδες, και δίνει ο ίδιο το παράδειγμα με το να παντρευτεί στα Σούσα την κόρη του Δαρείου Στάτειρα. Η πολιτική αυτή προκαλεί δυσαρέσκειες στο περιβάλλον και στο στρατό του και δημιουργεί ανήσυχη ατμόσφαιρα υποψιών, από τις οποίες άφησε να δηλητηριαστεί και ο ίδιος, σε σημείο που να αντιδράσει πολλές φορές με αμείλικτη βιαιότητα, με αποτέλεσμα να δικάσει και να θανατώσει έξοχους στρατηγούς ή προσωπικούς του φίλους (Παρμενίων, Φιλώτας, Κλείτος). Ο μεγάλος αυτός άνθρωπος και εκπολιτιστής δεν κατόρθωσε να αντιδράσει στο δηλητήριο της κολακείας και του δουλικού θαυμασμού. Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις, έδειξε να του φαίνεται αφόρητη η αξιοπρέπεια των συμπολεμιστών του και δεχόταν ευχάριστα την κολακεία δεύτερων ανθρώπων του περιβάλλοντος του που οι περήφανοι συμπολεμιστές του τους ονόμασαν χαρακτηριστικά «αλεξανδροκόλακες».
Ο πόθος του Αλέξανδρος για ένα παγκόσμιο κράτος και για τη συγχώνευση νικητών και ηττημένων δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας του πρόωρου θανάτου του, αλλά και των αγώνων που επακολούθησαν μεταξύ των διαδόχων του. Μέσα όμως από το μύθο που τον περιβάλλει είναι δυνατόν να αναγνωριστούν οι πραγματικές συνθήκες που οδήγησαν σε βαθύτατη μεταβολή του αρχαίου κόσμου. Η διάδοση του ελληνικού πολιτισμού, ο εκπληκτικός πλουτισμός των γνώσεων κάθε λογής, που αποκτήθηκαν χάρη στις ειδικές «επιστημονικές» αποστολές που οργάνωσε, η ίδρυση 70 (κατά τον Πλούταρχο) Αλεξανδρειών (από τις οποίες γνωστές είναι περισσότερες από 20) σε στρατηγικά σημεία, η κυκλοφορία ενιαίου νομίσματος, έμελλαν να επιτρέψουν τη δημιουργία ενός ευρύτατου και ενιαίου οικονομικού και πολιτιστικού χώρου παρά τη διανομή της αυτοκρατορίας, μετά το θάνατο του. Νέες πόλεις γεννιούνται, νέα κέντρα εμπορίου και πολιτισμού, νέες πολιτικές αντιλήψεις. Ο ελληνικός πολιτισμός βγαίνει από τα περιορισμένα όριά του, η Ανατολή εξελληνίζεται, ο ελληνικός κόσμος δέχεται ανατολικές επιδράσεις. Ανατέλλει μια νέα εποχή, η ελληνιστική.
Ο Μέγας Αλέξανδρος στο μύθο. Η μορφή του Αλέξανδρου παρουσιάζεται ανά τους αιώνες σα μια από τις υψηλότερες προσωποποιήσεις της ανθρώπινης δόξας και ισχύος. Γι’ αυτό και η μυθική μετάπλασή της άρχισε να εμφανίζεται σε έργα όχι πολύ μεταγενέστερα του θανάτου του. Αλλά και όσο ζούσε, τα κατορθώματά του είχαν ήδη περιβληθεί με το φωτοστέφανο του μύθου. Από τις διάφορες μυθικές μεταπλάσεις δημιουργήθηκε ένα είδος μυθιστορηματικής βιογραφίας του Αλέξανδρου, η λεγόμενη του Ψευδοκαλλισθένη, που η πρώτη μορφή της φτάνει ως τον 3ο μ.Χ. αι. Το κείμενο αυτό γνώρισε τεράστια διάδοση και δέχτηκε πολλές διασκευές, πεζές και έμμετρες, σε λόγια και σε δημοτική γλώσσα, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, για να καταλήξει στα χρόνια της τουρκοκρατίας στη γνωστή Φυλλάδα του Μεγ’ Αλέξαντρου που πρωτοτυπώθηκε το 17ο αι. στα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας με τον τίτλο Ιστορία Αλεξάνδρου του Μακεδόνος. Βίος, πόλεμοι και θάνατος αυτού. Από τότε ξανατυπώθηκε πάρα πολλές φορές και κυκλοφόρησε σε άπειρες λαϊκές εκδόσεις μέσα στον ελληνικό κόσμο, όπου το όνομα του Αλέξανδρου. ζει επίσης σε πολλούς ακόμα μύθους και λαϊκές παραδόσεις.
Αλλά η «Ιστορία» του Αλέξανδρου δεν κυκλοφόρησε μόνο στον ελληνικό κόσμο· διαδόθηκε επίσης σε όλη την Ανατολή και σε όλη τη Δύση. Ο Αλέξανδρος έγινε έτσι ένας παγκόσμιος ήρωας, που κάθε λαός τον φανταζόταν κατά το δικό του πρότυπο: στην Περσία π.χ. ήταν το υπόδειγμα του Πέρση μονάρχη·στην Αραβία είχε τα χαρακτηριστικά του προφήτη· στην Αιθιοπία ήταν χριστιανός· στη Δύση ήταν το πρότυπο του ιππότη και πολεμιστή.
Στην Ανατολή, η μυθική ιστορία του Αλέξανδρου πέρασε από τη μετάφραση του ελληνικού κειμνου. Η διάδοση που γνώρισε ήταν εκπληκτική- μεταφράστηκε στη Συρία, Αρμενία, Αραβία. Περσία, Αιθιοπία, Τουρκία, Ινδίες, Μαλαισία. Ιάβα κ.ά. Στη βάση όλων αυτών των διαδοχκών αποδόσεων και διακλαδώσεων του μύθου φαίνεται να υπάρχει η συριακή μετάφραση 5ο; αι.) του Ψευδοκαλλισθένη. Στην Ανατολή αναπτύχθηκε ιδιαίτερα το μέρος του μύθου που σχετίζεται με την κάθοδο του Αλέξανδρου στον κόσμο των νεκρών για να αναζητήσει την πηγή της ζωής, και με το μεγάλο «Τείχος» που κατασκεύασε για να προστατεύσει τη χώρα του απόc τις επιδρομές των Γογ και Μαγόγ. Από μετάφραση ελληνικής διασκευής η ιστορία πέρασε και στους Σλάβους.
Στη δύση η μυθική ιστορία του Αλέξανδρου πέρασε από τις λατινικές μεταφράσεις του κειμένου του Ψευδοκαλλισθένη. Το μετάφρασε πρώτη φορά τον 3ο αι. ο Ιούλιος Βαλέριος και ξαναμεταφράστηκε το 10ο αι. με τον τίτλο Vita Alexandri Από κει μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις δυτικές γλώσσες και έγινε αιτία να ανθήσει μια πλούσια λογοτεχνία με Θέμα τον Αλέξανδρο. Μερικά τραγούδια για τον Αλέξανδρο αποτελούν πολύτιμα μνηεία των νεολατινικών γλωσσών. Στη μεσαιωνική μυθική μετάπλαση της μορφής του Αλέξανδρου, που έχει μετατραπεί σε μυθικό ήρωα, στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η γαλλοπροβηγκιανή λογοτεχνία. Αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα ένα ποίημα των Λαμπέρ λε Top, Αλεξάντρ ντι Μπερνέ (12ος αι.), με περισσότερους από 20.000 δωδεκασύλλαβους στίχους. Η μορφή μάλιστα του πικαρδικού στίχου που χρησιμοποίησε ο Αλεξάντρ ντι Μπερνέ στο ποίημα του Αλέξανδρου έχει παραμείνει στη γαλλική ποίηση με την ονομασία αλεξανδρινός στίχος (vers alexan- drin). Αλλά και στην Ισπανία και στη Γερμανία και αλλού, τα έργα για τον Αλέξανδρο γνώρισαν ευρύτατη επιτυχία και πολλούς μεταγλωττιστές στην κοινή γλώσσα. Πρώτη γερμανική απόδοση είναι το Alexanderlied, 1051 (Tracoy di toy Ale qandroy) του ιερωμένου Λάμπρεντ (12ος n . αφήνηση που έχει εμπνευστεί από τη θρησκευτική και γεμάτη θαύματα ατμόσφαιρα του Μεσαίωνα. Στην Ισπανία ο μύθος του Αλέξανδρου έδωσε -ο El-libro de Alexandre (Βιβλίο του Αλεξάνδρου), ποίημα αγνώστου με περισσότερους από 10.000 στίχους (13ος αι.)· στη Βοημία το ποίημα Alexandreis του Ούλριχ φον Έσενμπαχ, με 30.000 στίχους (13ος αι.). Από τα ιταλικά σχετικά έργα ξεχωρίζει το I nobili fatti di Alessan- dro Magno (Τα ευγενή έργα του Μεγάλου Αλεξάνδρου), που έχει γραφεί σε εξαίρετο πεζό λόγο. Ένα ακόμα στοιχείο που αποτελεί μαρτυρία για την πρωτοφανή δημοτικότητα που γνώρισε ο μύθος του Αλέξανδρου στο Μεσαίωνα, είναι τα πολλά εικονογραφημένα με θαυμάσιες μικρογραφίες χειρόγραφα, που είχαν γίνει σε διάφορες χώρες, για ηγεμόνες και άλλα υψηλά πρόσωπα. Από τα πολυάριθμα ελληνικά χειρόγραφα της «ιστορίας» του Αλέξανδρου δύο μόνο εικονογραφημένα είναι μέχρι τώρα γνωστά. Το ένα, του 13ου αι., βρίσκεται στη Βοδληιανή βιβλιοθήκη της Οξφόρδης και περιέχει λίγες κακότεχνες μικρογραφίες, πολύ καταστραμμένες από την υγρασία. Το άλλο του 14ου αι. βρίσκεται στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας και το εξέδωσε το 1966 ο ακαδημαϊκός Α. Ξυγγόπουλος, στη σειρά των εκδόσεων του Ινστιτούτου, με τον τίτλο Αι μικρογραφίαι του Μυθιστορήματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου εις τον κώδικα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας. Ο Αλέξανδρος του Μυθιστορήματος είναι ένας μεγάλος στρατηγός, που κατακτά όλο τον κόσμο, φτάνει μέχρι τη χώρα των Μακάρων και συναντά κατά τις τελευταίες πορείες του φοβερά τέρατα, θαυμαστά μνημεία και περίφημα μαντεία, που του προλέγουν το σύντομο τέλος του. Τέλος ανέβαινα στον ουρανό και κατέβαινα στο βυθό της θάλασσας. Το χειρόγραφο απαρτίζεται από 193 φύλλα από χοντρό χαρτί και περιέχει 250 μικρογραφίες, οι περισσότερες ολοσέλιδες, σε χρυσό βάθος. Θεωρείται αντίγραφο όχι πολύ παλιότερου πρότυπου και έγινε πιθανότατα στην Κρήτη, το 14ο αι., από όπου έφτασε, άγνωστο πότε, στη Βενετία. Οι μικρογραφίες του, που εικονίζουν συνήθως περισσότερα από ένα επεισόδια, περιέχουν ένα περίεργο μείγμα βυζαντινών, φραγκικών και μουσουλμανικών στοιχείων. Επιγραφές, με κόκκινο μελάνι στο πάνω και στο κάτω περιθώριο της σελίδας, επεξηγούν κάθε σκηνή που εικονίζεται.