Σαν σήμερα, 1 Δεκεμβρίου του 1792, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, γιος του Κωνσταντίνου και της δεύτερης γυναίκας του Ελισάβετ Βακαρέσκου.
Στρατιωτικός, λόγιος, αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και της αποτυχημένης εξέγερσης στη Μολδοβλαχία. Το 1810 κατατάσσεται στο σώμα των έφιππων σωματοφυλάκων του τσάρου με το βαθμό του ανθυπίλαρχου. Έλαβε μέρος στους ναπολεόντειους πολέμους στους οποίους (μάχη της Δρέσδης, 1813) έχασε και το δεξί του χέρι, και σε επίσημες αποστολές του τσάρου στην Ευρώπη (1814-1815: σαν υποστράτηγος στην αυτοκρατορική ακολουθία του Αλέξανδρου στο συνέδριο της Βιέννης). Αλλά ο Αλέξανδρος πέρασε στην αθανασία από την ημέρα (12 Απριλίου 1820) που ο εκπρόσωπος της Φιλικής Εταιρείας Εμμανουήλ Ξάνθος του πρόσφερε την αρχηγία της οργάνωσης. Ο Αλέξανδρος, ύστερα από την άρνηση του Καποδίστρια, ανάλαβε σαν «Γενικός Επίτροπος της Αρχής» (με το ψευδώνυμο Καλός και με τα συνθηματικά γράμματα α. ρ.) την ηγεσία του Αγώνα, δίνοντας στην απελευθερωτική κίνηση το απαραίτητο κύρος και προωθώντας τα ως τότε καταστρωμένα επαναστατικά σχέδια στο στάδιο της οργάνωσης και της υλοποίησης. Έσπευσε να αναδιαρθρώσει τους κανονισμούς της Εταιρείας και να προωθήσει τις ενέργειες των Φιλικών, που αποσκοπούσαν στη συνεργασία των Ελλήνων με τους Σέρβους. Ασπάστηκε επίσης και οργάνωσε το σχέδιο της Φιλικής να αρχίσει την Επανάσταση από την Πελοπόννησο. Για να επιβάλει στρατιωτική πειθαρχία στα μήλη της Εταιρείας σύνταξε στρατιωτικό κανονισμό και τον μοίρασε στις Εφορείες, ενώ ταυτόχρονα έριξε στην κυκλοφορία γραμμάτια συνεισφορών με ιδιόχειρη υπογραφή του για την αύξηση (χωρίς οικονομικές ατασθαλίες) των οικονομικών της οργάνωσης. Τον Οκτώβριο του 1820 έφτασε στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας, με σκοπό να επισπεύσει την Επανάσταση, πάντοτε όμως με σκοπό να ξεκινήσει όχι από τη Δακία, αλλά από την Πελοπόννησο. Η διάδοση ωστόσο των σχεδίων της Εταιρείας ανάμεσα σε πλήθος κατοίκων, η εξέγερση των Ρουμάνων χωρικών υπό του Τιούντορ Βλαδιμιρέσκου και η έλλειψη επαφής με τους Σέρβους και Βούλγαρους πατριώτες (ύστερα προπάντων από τη σύλληψή του απεσταλμένου του Υψηλάντη προς το Μίλος Ομπρένοβιτς Αριστείδη Παπά) ανάγκασαν τους συνωμότες να αποκαλύψουν τα σχέδιά τους νωρίτερα και να αρχίσουν την Επανάσταση πριν από τον καθορισμένο χρόνο και όχι σύμφωνα με όσα είχαν προγραμματιστεί. Στις 21 Φεβρουαρίου 1821 ο Υψηλάντης έχοντας μαζί του τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο, πέρασε τον Προύθο και με ισχυρό απόσπασμα ιππέων μπήκε θριαμβευτικά στο Ιάσιο. Οι εξελίξεις στο κίνημα αυτό είναι γνωστές. Επανειλημμένες εκκλήσεις του Υψηλάντη προς τον τσάρο (που συνεδρίαζε τότε στη Λιουμπλιάνα) έμειναν όχι μόνο χωρίς ανταπόκριση, αλλά προκάλεσαν, ύστερα από πιέσεις του Μέτερνιχ» την αποκήρυξη της Επανάστασης από τους Ρώσους. Το τελειωτικό χτύπημα εναντίον του κινήματος (που, ύστερα από μερικές πρόσκαιρες επιτυχίες, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες, παρά τις συνθήκες, είχαν εισβάλει στις ηγεμονίες) δόθηκε στη μάχη του Δραγατσανίου (7 Ιουνίου 1821). Ο Υψηλάντης, αφού έχασε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του (Ιερός Λόχος), και αφού προδόθηκε από τους Ρουμάνους και μερικούς συμπατριώτες του, υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα, ενώ ο πιστός του συνεργάτης Γεωργάκης Ολύμπιος κάλυπτε τη φυγή του με την ηρωική άμυνα στη μονή του Σέκου. Ο Αλέξανδρος, αφού μάταια προσπάθησε με πλαστό διαβατήριο (με το όνομα Δημήτριος Παλαιογενείδης) να περάσει τα Καρπάθια, προδόθηκε και κλείστηκε από τους Αυστριακούς στο φρούριο του Μούνκατς, μαζί με μερικούς από τους στενότερους συνεργάτες του (τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο τον Κων. Καβαλλερό πουλο, το Γεράσιμο Ορφανό και το Γεώργιο Λασσάνη). Από το Μούνκατς ο Υψηλάντης μεταφέρθηκε, ύστερα από τη σοβαρή επιδείνωση της υγείας του, στο βοημικό φρούριο Τερέζιενστατ, όπου και έμεινε άλλα έξι χρόνια, ως την αποφυλάκισή του (24 Νοεμβρίου 1827). Η κατάστα σή του όμως δεν του επέτρεψε ούτε την ελευθερία του να χαρεί ούτε το επαναστατημένο του έθνος να βοηθήσει: Δυο μήνες μετά την αποφυλάκισή του,τον Ιανουάριο 1828, πέθανε στη Βιέννη το 1828.
Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας