Γιος του Δία και της Αντιόπης, σύζυγος της Νιόβης. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει μαζί με το δίδυμο αδελφό του Ζήθο στον Κιθαιρώνα, όπου τους βρήκαν και τους μεγάλωσαν βοσκοί της περιοχής. Αργότερα η μητέρα τους κατόρθωσε να ξεφύγει από το θείο της Λύκο, που την κρατούσε φυλακισμένη, συνάντησε τους γιους της και τους φανέρωσε την καταγωγή τους. Οι δίδυμοι αδελφοί πήγαν τότε στη Θήβα, σκότωσαν το Λύκο και τιμώρησαν τη σύζυγο του Δίρκη δένοντας την από τα μαλλιά στα κέρατα άγριου ταύρου που τη σκότωσε καθώς την έσερνε πάνω στους βράχους. Αφού τα δυο αδέλφια έγιναν κύριοι της Θήβας κατασκεύασαν τα τείχη της πόλης. Ο Αμφίων ήταν άριστος κιθαρωδός (κατά την παράδοση σ’ αυτόν οφείλεται η προσθήκη της τέταρτης χορδής στη λύρα, ή τριών ακόμα χορδών) και η τέχνη του είχε τη δύναμη και τις πέτρες ακόμα να κινεί. Κατά τον Ησίοδο, ο Ζήθος έβγαζε τεράστιους βράχους από το βουνό και ο Αμφίων παίζοντας λύρα τους τοποθετούσε ώστε τα τείχη των Θηβών να χτίζονται χωρίς εργάτες.