Σαν σήμερα 20 Μαϊου του 1769 γεννήθηκε στην Ύδρα ο Ναύαρχος της Επανάστασης του ’21, Ανδρέας Μιαούλης. Από μικρός μπήκε σε ναυτικά επαγγέλματα: δέκα χρονών δούλευε στο πλοίο ενός θείου του και δέκα έξι έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού τους λατινάδικου (σιταγωγού). Έξυπνος, δραστήριος και ριψοκίνδυνος, εργάστηκε με τα εμπορικά λιμάνια της Δύσης, κέρδισε χρήματα κι αγόρασε δικό του πλοίο, το Μιαούλ (σ’ αυτό ίσως οφείλει και το όνομά του, γιατί το πατρικό του επώνυμο είναι Βώκος). Αργότερα αγόρασε άλλο πλοίο και το 1802 ναυπήγησε στη Βενετία μια μεγάλη (είχε πλήρωμα 150 αντρών) του κορβέτα, που την εξόπλισε και με πυροβόλα, με την οποία παραβίασε τον αγγλικό αποκλεισμό για να μεταφέρει στα Γάδειρα στάρι. Όταν βυθίστηκε αυτή (1804) προσκρούοντας σε ύφαλο, απόκτησε τον Ηρακλή, που έμελλε να μετατραπεί σε πυρπολικό με το οποίο ο Θεοχάρης ανατίναξε την υποναυαρχίδα του αιγυπτιακού στόλου, 29 Αυγούστου 1824.
Η δραστηριότητα του όλη αυτή την περίοδο η τόλμη του, τα ανδραγαθήματά του κατά συγκρούσεις με τους πειρατές που λυμαίνονταν το Αιγαίο, τον είχαν καταστήσει εξαιρετικά δημοφιλή και σεβαστό. Όταν, το 1807, κατά ρωσοτουρκικό πόλεμο, η Πύλη έστειλε δυνάμεις στην Ύδρα, ο Μ. ανάλαβε την ηγεσία του νησιού, που την άφησε όμως σύντομα, μόλις ησύχασε ο τόπος, για να συνεχίσει τις ναυτικές του επιχειρήσεις ως το 1816, οπότε σταμάτησε τα ταξίδια, έμεινε στην Ύδρα κι επιδόθηκε στο εμπόριο.
Στο προσκήνιο του αγώνα του ’21 παρουσιάζεται το Σεπτέμβριο του 1821 ως συναρχηγός υδραίικης μοίρας με ναύαρχο τον Ιάκωβο Τομπάζη, οπότε, κατά τη σύγκρουση της μοίρας με την κατά πολύ ισχυρότερη τουρκική, ανδραγάθησε πραγματικά. Σε λίγο διαδέχεται τον Τομπάζη στην αρχηγία και το Φεβρουάριο του 1822 επιτίθεται με επιτυχία εναντίον του τουρκικού στόλου έξω από την Πάτρα. Το Σεπτέμβριο του 1822 σκορπίζει τον τουρκικό στόλο κοντά στο Χέλι της Ναυπλίας εμποδίζοντας έτσι τον ανεφοδιασμό των πολιορκουμένων στο Ναύπλιο Τούρκων, οι οποίοι αναγκάζονται να παραδοθούν, και το Νοέμβριο ενισχύει το πολιορκημένο Μεσολόγγι με στρατό και τρόφιμα. Τον Οκτώβριο του 1823, δίνει επιτυχείς ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο, στους Ωρεούς, μεταξύ Αγίου Όρους και Χίου· στις αρχές Ιουλίου αποβιβάζεται στα πυρπολημένα Ψαρά και στις 28 Αυγούστου δίνει την περίφημη ναυμαχία του Γέροντα. Το 1825 αρμενίζει τις θάλασσες εμποδίζοντας τον ανεφοδιασμό του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, χτυπάει τον αιγυπτιακό στόλο στη Σούδα και καίει πολλά πλοία του στη Μεθώνη. Στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγιού ανεφοδιάζει την αποκλεισμένη πόλη. Αποπειράται να διασπάσει και δεύτερη φορά τον αποκλεισμό, αλλά οι δυνάμεις του είναι λίγες. Με τη γενναιότητά του, τη διορατικότητα και την εντιμότητά του στηλιτεύει τις κυβερνητικές παραλείψεις («Αν είχαμεν περισσοτέραν ναυτικήν δύναμιν με πολλά πυρπολικά… και αν ήρχοντο τα μίστικα να τα εμβάσωμεν εις την λίμνην… τότε και ο Ιμπραήμης εκατεστρέφετο», θα αναφέρει στους προκρίτους της Ύδρας), επισημαίνει τους κινδύνους («το Μεσολόγγι εντός ολίγου πίπτει άφευκτα εις την εξουσίαν του εχθρού εξ αιτίας της πείνας») και προτείνει μέτρα σωτηρίας («η ηρωική και πολυπαθής φρουρά είναι νηστική, κατά τον λογαριασμόν μας, τέσσαρας ημέρας τωρα»· «δι’ αγάπην Θεού, να μη παραβλέψετε τον γενικόν τούτον κίνδυνον, αλλά να ετοιμάσετε το γρηγορώτερον και άλλα πυρπολικά και άλλα πλοία, και να μας τα στείλετε μ’ εν άλλο μηνιαίον διά να μη χαθώμεν εξ ολοκλήρου διά μιας, και συλλογισθήτε το»). Φυσικά, όλα μάταια.
Με το διορισμό του Κόχραν ως αρχηγού του στόλου δέχεται χωρίς δυσανασχέτηση να υποβιβαστεί στο βαθμό του πλοιάρχου, για να ξαναπάρει το παλιό του αξίωμα από τον Καποδίστρια, εναντίον του οποίου όμως θα ταχτεί αργότερα, οπότε κατέλαβε το ναύσταθμο του Πόρου και όταν απειλήθηκε από το Ρώσο ναύαρχο, που είχε στείλει εκεί ο Καποδίστριας, έκαψετα πλοία (1831). Το 1832 πήγε στο Μόναχο επικεφαλής της αντιπροσωπείας που πρόσφερε το στέμμα στον Όθωνα, ο οποίος αργότερα τον έκαμε αρχηγό του στόλου και του έδωσε το βαθμό του αντιναυάρχου. Το 1835 έγινε Σύμβουλος της Επικρατείας. Πέθανε το 1835 στην Αθήνα.