Αρθρόποδα που αποτελούν τη μεγαλύτερη τάξη της ομοταξίας των αραχνιδίων. Το σώμα τους αποτελείται από δύο μέρη, κατά κανόνα, χωρίς αρθρώσεις, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με ένα λεπτό μίσχο: το εμπρός μέρος, που αποκαλείται πρόσωμα (παλιότερα κεφαλοθώρακας) έχει 6 ζεύγη αποφύσεων, ενώ το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (παλιότερα κοιλία), δεν έχει ποτέ άκρα. Στο εμπρός τμήμα του προσώματος βρίσκονται 8-6 ή σπανιότερα 4-2 απλά μάτια με διάρθρωση μάλλον υποτυπώδη. Οι πρώτες δύο αποφύσεις καταλήγουν σε χηλή και ονομάζονται χηληκεραίες αποτελούνται από αυλακωτά τμήματα (άρθρα) που επικοινωνούν με τους αδένες παραγωγής δηλητήριου, οι οποίοι βρίσκονται στο πρώτο μεγάλο άρθρο. Εκτός από μερικές περιπτώσεις (π.χ. στο γένος λαθροδείκτης, στο οποίο ανήκει η μαύρη αράχνη) το δηλητήριο των αραχνών δεν είναι επικίνδυνο για τον άνθρωπο. Μετά τις χηληκεραίες βρίσκονται οι γναθικές προσακτρίδες, που μοιάζουν με πόδια και αποτελούνται από 6 άρθρα, από τα οποία το πρώτο ζεύγος χρησιμεύει στη μάσηση στα αρσενικά, οι γναθικές προσακτρίδες μετατρέπονται συχνά σε όργανα συνουσίας. Στο τμήμα του προσώματος προς το μέρος της κοιλιάς βρίσκονται τα 4 ζεύγη βαδιστικών άκρων, που το καθένα τους αποτελείται από 7 άρθρα ποικίλου μήκους: για να μπορούν οι αράχνες να ξαίνουν το μετάξι και να υφαίνουν τον ιστό τους, το άκρο του τελευταίου άρθρου τους είναι εφοδιασμένο με πολυάριθμες σκληρές τρίχες ή με κτενοειδή άγκιστρα.
Στο κάτω μέρος του οπισθοσώματος βρίσκονται οι νηματογόνοι αδένες, που καταλήγουν σε 4-6 θηλές: απ’ αυτές βγαίνει ένα υγρό πυκνόρευστο και κολλώδες, που όταν στερεοποιηθεί με την επίδραση του αέρα, μετατρέπεται σε μεταξοειδή νημάτια. Ο γνωστός ιστός ή δίχτυ της αράχνης χρησιμεύει για τη σύλληψη της λείας και τον υφαίνουν οι λεγόμενες «καθιστικές» αράχνες, ενώ οι «πλανήτες» χρησιμοποιούν αντίθετα το νήμα τους για να ακινητοποιούν τη λεία ή για να κατασκευάζουν βομβύκιο (κουκούλι) μέσα στο οποίο κλείνουν τα αβγά τους· άλλα είδη χρησιμοποιούν νήματα μεγάλου μήκους για να μετακινούνται με την εκμετάλλευση μερικές φορές του αέρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα χρησιμοποίησης του νήματος μας δίνει ο αργυρονήτης, που κατασκευάζει μ’ αυτό μια φωλιά σε σχήμα καμπάνας μέσα στο νερό και τη γεμίζει με αέρα.
Οι αράχνες τρέφονται απομυζώντας τα οργανικά υγρά του θύματος τους, που κυρίως είναι έντομα· για τα μεγάλα τροπικά είδη μπορεί να είναι και μικρά Σπονδυλωτά (αμφίβια, μικρά πουλιά και θηλαστικά). Το αναπνευστικό τους σύστημα αποτελείται από πνευμονικούς σάκους και τραχείες που επικοινωνούν με το εξωτερικό περιβάλλον με μικρά στίγματα, τα οποία βρίσκονται στο άκρο της κοιλιακής ζώνης του οπισθοσώματος. Στις αράχνη τα δύο φύλα είναι συνήθως χωρισμένα και συχνά μάλιστα παρουσιάζουν έντονο διμορφισμό· πολλαπλασιάζονται με αβγά, που ο αριθμός τους, ανάλογα με το είδος, ποικίλλει από μια δεκάδα ως μερικές πολλές φορές χιλιάδες.
Οι αράχνες ζουν κυρίως σε περιοχές με θερμό κλίμα, αφθονούν όμως και στις εύκρατες ζώνες. Οι διαστάσεις τους κυμαίνονται από μερικά χιλιοστόμετρα ως τα 20 εκατοστόμετρα των μυγαλών. Υποδιαιρούνται σε διάφορες οικογένειες που αποτελούν τις δύο υποτάξεις των Ορθογνάθων και των Λαβιδογνάθων. Από τα γνωστότερα ευρωπαϊκά είδη είναι η άπειρος ή αράχνη η σταυρόστικτη ή το διάδημα, η αγριόπη η βρουεννίχεια, η περίφημη ταράντουλα και η μαύρη αράχνη (λαθροδήκτης ο δολοφόνος) που το δάγκωμά της μπορεί μερικές φορές να προκαλέσει σοβαρές διαταραχές ακόμα και στον άνθρωπο.