Έλληνας φιλόσοφος (Στάγειρα 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.). Γιος του Νικομάχου, γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Β’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 366 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά χρόνων, έρχεται στην Αθήνα και σπουδάζει στην Ακαδημία του Πλάτωνα, που βρισκόταν τότε σε μεγάλη ακμή. Εδώ παραμένει είκοσι χρόνια και συνδέεται με τον ίδιο τον Πλάτωνα, τον Εύδοξο, τον Ξενοκράτη και άλλους εργάτες του φιλοσοφικού στοχασμού. Το 347 π.Χ., μετά το θάνατο του Πλάτωνα, απομακρύνεται από την Αθήνα για να εγκατασταθεί στην Άσσο της Μυσίας, όπου ήταν τότε τύραννος ο Ερμείας, απελεύθερος και παλιός σπουδαστής στην Πλατωνική Ακαδημία μαζί με τον Αριστοτέλη. Εκεί έζησε και δίδαξε τρία χρόνια στα πλαίσια μιας πολιτικοφιλοσοφικής κοινότητας πλατωνικής έμπνευσης. Το 345 π.Χ. ο Ερμείας δολοφονείται ο Αριστοτέλης καταφεύγει στη Μυτιλήνη, από όπου το 343 π.Χ. τον καλεί ο βασιλιάς Φίλιππος και πηγαίνει στη Μακεδονία για ν’ αναλάβει την εκπαίδευση του Αλέξανδρου. Όταν ο Αλέξανδρος ανεβαίνει στο θρόνο κι αρχίζει την εκστρατεία του στην Ασία, ο Αριστοτέλης επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει δική του φιλοσοφική Σχολή, κοντά στο ναό του Απόλλωνα που βρισκόταν κάπου ανάμεσα στο Λυκαβηττό και τον Ιλισσό. Η σχολή του Αριστοτέλη ονομάστηκε «Περιπατητική», γιατί ο Δάσκαλος παράδινε ένα μέρος τουλάχιστο των μαθημάτων του περπατώντας στον κήπο της Σχολής. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου (323 π.Χ.) η αντιμακεδονική μερίδα στην Αθήνα κατηγορεί τον Αριστοτέλη για ασέβεια. Για να μην έχει τη μοίρα του Σωκράτη ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αφήνει το Λύκειο στα χέρια του Θεόφραστου κι αποσύρεται στη Χαλκίδα, πατρίδα της μητέρας του, όπου πεθαίνει μετά ένα χρόνο.
Έργα.
Τα έργα του Αριστοτέλη, που σώζονται είναι μικρό μέρος της όλης συγγραφής του, όπως συμπεραίνεται από αναφορές αρχαίων σχολιαστών και ανήκουν στα λεγόμενα «ακροαματικά», επειδή τα είχε αναπτύξει προφορικά στα πλαίσια της διδασκαλίας του Λυκείου. Λίγα αποσπάσματα έχουμε επίσης από τα λεγόμενα «εξωτερικά», διαλογικής κυρίως μορφής, που ήταν προορισμένα για το ευρύ κοινό. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης διαιρεί τις επιστήμες σε θεωρητικές, πρακτικές και ποιητικές. Τα έργα ανάλυσης φυσικών φαινομένων και η μεταφυσική κατατάσσονται μ’ αυτό το κριτήριο στο πρώτο είδος, τα έργα ηθικής, πολιτικής και οικονομίας στο δεύτερο, η «Ρητορική και η Ποιητική» στο τρίτο, ενώ η Λογική, το «Όργανον», αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση κάθε επιστήμης. Νεώτερα όμως κριτήρια, σύμφωνα με την εξέλιξη και τη διάκριση ειδικών επιστημών και γενικής φιλοσοφίας, οδηγούν σε μια μεθοδικότερη κατάταξη των αριστοτελικών έργων, και στην κατανομή τους σε πέντε ομάδες:
-1) Έργα λογικής, που συναποτελούν ενότητα με τον τίτλο Όργανον και περιλαμβάνουν Περί ερμηνείας, Κατηγορίαι, Αναλυτικά, Τοπικά, Σοφιστικοί έλεγχοι.
-2) Δεκατέσσερα βιβλία «πρώτης φιλοσοφίας» κατά τον αριστοτελικό όρο, που έμειναν γνωστά με τον τίτλο Μετά τα φυσικά, από αφορμή την κατάταξη που έκαναν οι Αλεξανδρινοί μελετητές τοποθετώντας τα ύστερα από τα Φυσικά. Ο όρος αντιστοιχεί και στο περιεχόμενο του έργου, που αφορά τα προβλήματα τα πέρα από τη φύση. Έτσι παραδόθηκε και παραμένει γενικότερα ο όρος μεταφυσική.
-3) Έργα φιλοσοφίας της φύσης: Περί της ψυχής,, Περί του Ουρανού, Περί Μετεώρων, Φυσικά και άλλα εγχειρίδια για την ιστορία, τη ζωή και τα μέλη των ζώων.
-4) Έργα ηθικής και πρακτικής φιλοσοφίας:
Ηθικά Νικομάχεια, Ηθικά Ενδήμια, Πολιτικά, Αθηναίων Πολιτεία.
-5) Έργα θεωρίας έντεχνου λόγου: Ποιητική, Ρητορική.
Διδασκαλία.
α) Μεταφυσική φιλοσοφία: Αντίθετα με την πλατωνική διδασκαλία, που θεωρεί πραγματικά όντα μόνο τις Ιδέες – πρότυπα ενώ τον κόσμο των «γιγνομένων» όντων της αισθητής φύσης τον ερμηνεύει ως χλωμή ανταύγεια των Ιδεών, ο Αριστοτέλης καταγίνεται με την έρευνα των συγκεκριμένων όντων της φύσης και απορρίπτει το διχασμό του κόσμου σε αισθητό και ιδεατό: υπαρκτό είναι για τον Αριστοτέλη μόνο το ατομικό «τόδε τι», π.χ. ο Καλλίας ή ο Σωκράτης, κι όχι κάποιος άνθρωπος – ιδέα πέρα απ’ αυτούς. Το πνεύμα ωστόσο του πλατωνισμού φανερώνεται ξανά στον εσωτερικό διχασμό του φυσικού όντος σε ύλη και μορφή, που βρίσκεται στη βάση της αριστοτελικής μεταφυσικά. Η ύλη δεν είναι ον παρά αφού πάρει μορφή, περνώντας από κατάσταση «δυνάμει» (που σημαίνει κυρίως δυνατότητα) σε κατάσταση «ενεργεία» πραγματικού όντος. Κι ενώ ο Παρμενίδης αντέτασσε ριζικά το Είναι στο Μη- Είναι, καθορίζοντας το Είναι ως αμετακίνητη ύπαρξη και αποκλείοντας έτσι την κίνηση και το Μη – Είναι, ο Αριστοτέλης διδάσκει ότι τα φυσικά όντα έχουν την κίνηση νόμο τους, για να μεταβούν από τη «δύναμη» στην «ενέργεια». Τα όντα και το γίγνεσθαι περιγράφονται και εξηγούνται συγχρόνως από τα τέσσερα είδη αιτίας: πρώτη η υλική αιτία, τελική η μορφολογική το «είδος» Το άγαλμα του Ερμή π.χ. είναι μάρμαρο (ύλη) με ορισμένη μορφή. Η μορφή δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ύλη όπως η πλατωνική Ιδέα ούτε είναι όμως το ίδιο με την ύλη: το μάρμαρο δεν ήταν από μόνο του άγαλμα, έγινε παίρνοντας μορφή. Ανάμεσα στις δύο αυτές αιτίες παρεμβάλλονται και επενεργούν η «κινούσα αιτία» π.χ. τα όργανα του γλύπτη, και η τελική αιτία, ο σκοπός, π.χ. η επιδίωξη της ομορφιάς ή της χρηματικής αμοιβής από το γλύπτη. Έτσι πραγματοποιείται η μετάβαση της άμορφης ύλης σε μορφοποιημένη, κι από τη διαδικασία του γίγνεσθαι προκύπτει το συγκεκριμένο ον. Όμως στα φυσικά όντα (ζώα, φυτά), που δε γίνονται από ανθρώπινη τέχνη, ο σκοπός ταυτίζεται με τη μορφή: κινούνται απλώς για να φτάσουν στην πλήρη μορφή τους, στο «είδος» τους, προκαθορισμένο σε κάθε περίπτωση και αξεπέραστο. Ούτε χωριστή «κινούσα αιτία» υπάρχει εδώ. Μεταξύ ύλης και μορφής, στα φυσικά όντα, υπάρχει η έλξη, ο «έρως» της πρώτης προς τη δεύτερη. Κυρίαρχη λοιπόν αιτία που κινεί τα όντα είναι ο σκοπός, και συγκεκριμένα η μορφοποίηση. Η μορφή ή το «είδος» αποτελεί και τον αριστοτελικό ορισμό της ψυχής: η ψυχή (φυτική, αισθητική, νοητική) αποτελεί το χαρακτήρα κάθε όντος, τη φύση του δηλαδή το ιδιαίτερο «είδος» που υποδύεται η ύλη. Η ψυχή είναι «εντελέχεια πρώτη», πλήρης δηλαδή οντότητα που προδιαγράφεται μέσα στην ύλη ως έλλειψη και αίτημα, και προδιαγράφει τη διάπλασή της σε καθορισμένη ατομική ύπαρξη. Αυτή η μορφοποιημένη ύπαρξη, ως ατομικό υποκείμενο στο οποίο αναφέρονται όλοι οι μερικότεροι χαρακτηρισμοί, είναι και η «ουσία» κατά την αριστοτελική ορολογία.
Σύμφωνα με ιεραρχία μορφών ή «ειδών», τα όντα κατατείνουν προς το τέλειο Ον, το Θεό που δεν κινείται, γιατί, σαν καθαρή ενέργεια δεν έχει να μεταβεί σε τελειότερη κατάσταση, κινεί και διαμορφώνει όμως τα πάντα με την έλξη που ασκεί η τελειότητά του. Ο Θεός του Αριστοτέλη δεν είναι «κινούσα αιτία» δημιουργός, κι αυτό συμφωνεί με την αρχαία παράδοση που δε δέχεται δημιουργία από το μηδέν ούτε σχετίζει τη θεότητα με την ύλη. Για την αρχαία σκέψη, που την εκφράζει πιστά εδώ ο Αριστοτέλης, η ύλη είναι απλό υλικό προς διαμόρφωση, κάτι δηλαδή αδιάφορο για τη θεότητα (μόνο στην Τίμαιο του Πλάτωνα γίνεται λόγος για θεό – δημιουργό).
β) Κόσμος, φύση: Ο κόσμος του Αριστοτέλη λοιπόν, πεπερασμένος και τελειωμένος, χωρίς ιδέα εξέλιξης, διατάσσεται σύμφωνα με το κριτήριο της μεγαλύτερης δυνατής προσέγγισης προς το Θεό, υπέρτατο σκοπό, στον οποίο υπάγονται όλοι οι μερικότεροι σκοποί. Στην ανώτερη βαθμίδα της κλίμακας βρίσκεται ο ουρανός, που έχει γίνει από αιθέρα, και ακολουθούν η φωτιά, ο αέρας, το νερό. Στο κέντρο της σφαίρας αιωρείται η Γη. Οι ουρανοί την περιβάλλουν και ο Θεός περικλείει τα πάντα, διαιωνίζοντας την κίνηση με την έλξη του – κίνηση όχι εξελικτική, αλλά ανακύκλιση. Το αριστοτελικό αυτό κοσμοείδωλο, βάση του λεγόμενου Πτολεμαϊκού αστρονομικού συστήματος, θα καταρρεύσει μόνο κατά την Αναγέννηση, μετά τη διατύπωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας του Κοπέρνικου το 16ο αιώνα.
Οι τέσσερις υποσέληνες ουσίες (χώμα, νερό, αέρας, φωτιά) συνθέτουν με την ανάμειξή τους τα επίγεια σώματα, ανόργανα, οργανικά, ζώντα, έμψυχα, έμφρονα. Τα ζώα έχουν αίσθηση και όρεξη, καθώς και ικανότητα μετακίνησης που τα διαχωρίζει από τα φυτά.
γ) Άνθρωπος: Ο άνθρωπος, «ζώο έμφρον», είναι προικισμένος με νου, αισθητικότητα και μνήμη. Νους είναι η ικανότητα αντίληψης των εννοιών, δηλαδή της ουσίας των πραγμάτων. Ο νους ξεκινά και στηρίζεται στις μαρτυρίες των αισθήσεων, αλλά δε σταματά σ’ αυτές: τις συγκρίνει, βρίσκει το κοινό σημείο ανάμεσά τους με την αφαιρετική διαδικασία, για να φτάσει στην έννοια. Η αισθητική εμπειρία είναι το υλικό προς διαμόρφωση και πάλι, πρώτο δεδομένο και προϋπόθεση του νοητικού έργου: «ούδέν έν τω νω, ό μή πρότερον έν τη αίσθήσει». Ο νους όμως αυτός, στενά δεμένος με την ύλη που διαμορφώνει, δεν είναι ο αυθεντικός «ενεργεία» νους, δηλαδή ο θείος νους· είναι μόνο ο ανθρώπινος, που χάνοντας με το θάνατο την επαφή του με την ύλη, με το σώμα, δε λειτουργεί, άρα δεν επιζεί. Στον Αριστοτέλη δε θα βρούμε την ιδέα της επιβίωσης της ατομικής ψυχής.
δ) Ηθική: Η νόηση όμως, στον άνθρωπο, δεν έχει μόνο γνωστική αποστολή. Είναι και ρυθμιστής του θυμικού, ορμών, επιθυμιών, παθών, και ο ρόλος της, ηθικός και πρακτικός τώρα είναι να επιβάλει κι εδώ το λογικό μέτρο. Υπερβολή ή έλλειψη χαρακτηρίζουν κάθε τι που δεν είναι λογικό, και αποτελούν το αντίθετο της αρετής. Η αριστοτελική ηθική είναι ορθολογική. Αν ο σκοπός κάθε ανθρώπινης πράξης προσδιορίζεται από την αναζήτηση της ευδαιμονίας, η ευδαιμονία, που ανήκει στον άνθρωπο και ανταποκρίνεται στην ιδιαίτερη φύση του, απορρέει από την ικανοποίηση του πιο πολύτιμου, του πιο χαρακτηριστικά ανθρώπινου στοιχείου, του νου. Δεν απορρίπτεται όμως η ικανοποίηση των φυσικών επιθυμιών, με προϋπόθεση το λογικό έλεγχο και το μέτρο. Ο Αριστοτέλης δε συμμερίζεται την ηθική ακαμψία του Πλάτωνα που απαρνείται κάθε ικανοποίηση που έχει σχέση με τις αισθήσεις.
Με κριτήριο τη νοητική δραστηριότητα ο Αριστοτέλης καθορίζει τρεις θεμελιακές αρετές: φρόνηση, σοφία, νόηση. Η αρετή της μεσότητας, έργο του νοητικού ελέγχου που μετριάζει τις επιθυμίες, είναι σταθερό ηθικό κριτήριο και χαρακτηρίζει ειδικότερες μορφές αρετής: την ευψυχία (ενδιάμεση ανάμεσα στο θράσος και στο φόβο), την εγκράτεια (απομακρυσμένη τόσο από τη λαιμαργία όσο κι από τη νηστεία), την ελευθεριότητα (που απέχει το ίδιο από τη σπατάλη κι απ’ τη φιλαργυρία). Η δικαιοσύνη συνοψίζει όλες τις αρετές της μεσότητας: σύμφωνα μ’ αυτήν αποδίνεται στον καθένα εκείνο που του ανήκει, χωρίς πλεόνασμα ή έλλειψη.
Πολιτική θεωρία: Το κράτος, όργανο κατοχύρωσης της δικαιοσύνης, είναι ο χώρος όπου μπορεί να πραγματοποιηθεί η ευδαιμονία που ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη φύση με την άσκηση της αρετής. Ο Αριστοτέλης δεν προσφεύγει στην περιγραφή ιδεατού κράτους, όπως ο Πλάτων, αλλά εξετάζει και πάλι το συγκεκριμένο, δηλαδή τα πραγματικά κράτη και το χαρακτήρα τους. Κράτος σημαίνει άσκηση εξουσίας. Η εξουσία αυτή μπορεί να ασκείται από έναν μόνο άρχοντα, από τους λίγους άριστους, ή από ολόκληρο το λαό. Καμιά από τις αντίστοιχες μορφές όμως (μοναρχία, αριστοκρατία, δημοκρατία) δεν είναι από μόνη της μοναδική και άριστη. Και αντίστροφα, καθεμιά απ’ αυτές τις μορφές, όταν χάνει το ρόλο της ως οργάνου με σταθερό σκοπό τη δικαιοσύνη και το κοινό καλό, όταν γίνεται αυτοσκοπός και υπηρετεί ιδιοτελή συμφέροντα, ξεπέφτει αντίστοιχα σε παραφθαρμένη μορφή (τυραννία, ολιγαρχία, δημαγωγία).
Φαίνεται σύμφυτη στις πολιτικές θεωρίες του Αριστοτέλη η συστηματική τάση, φανερή και στο πεδίο της ηθικής με την κατάταξη των αρετών, καθώς και στην έρευνα της ρητορικής με τη διάκριση των ειδών και των μεθόδων της, ή στην ταξινόμηση των μορφών ποίησης, ή στη διάταξη των φυσικών επιστημών, ώστε να εμφανίζεται ο Αριστοτέλης ως συστηματική ιδιοφυΐα που συνοψίζει το ελληνικό πνεύμα.
στ) Λογική: Κώδικας μεθόδου αλλά και καταστατικός χάρτης που με τις γενικές αρχές του αποτελεί το θεμέλιο και το σχεδιάγραμμα συγχρόνως της αριστοτελικής φιλοσοφίας, είναι η λογική η οποία πρώτη φορά εμφανίζεται ως ειδικός επιστημονικός κλάδος από το Σταγειρίτη Φιλόσοφο. Μεταφυσικές, φυσικές, ηθικές, πολιτικές, αισθητικές διδασκαλίες σκιαγραφούνται στο Όργανον, τη λογική ανάλυση. Ο γενικός αυτός χαρακτήρας της εξηγεί την ευρύτερη απήχηση της αριστοτελικής λογικής, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί – κι αυτό ακριβώς έγινε – και για πνευματικές εμπειρίες διαφορετικές από τις αριστοτελικές. Μόνο το δέκατο όγδοο αιώνα η διαλεκτική του Χέγγελ ανασκευάζει τη στεγανότητα της αριστοτελικής λογικής και αναπλάθει το λογικό στοχασμό.
Ο Αριστοτέλης ξεκινάει από μια αναζήτηση των στοιχείων του διαλόγου, του οποίου οι λέξεις ορίζουν ή ουσίες ή ιδιότητες των ουσιών. Παρέχεται έτσι ένας πίνακας δέκα κατηγοριών, που θεωρούνται δεδομένες για πάντα και ότι εξαντλούν το λογικό λειτούργημα: ουσία (π.χ. ο άνθρωπος), ποσότητα (π.χ. δύο μέτρα), ποιότητα (π.χ. λευκός), σχέση (π.χ. μεγαλύτερος), τόπος (π.χ. στην Αθήνα), χρόνος (π.χ. χθες), θέση (π.χ. όρθιος), κατάσταση (π.χ. ένοπλος), δράση (π.χ. κόβει), πάθος (π.χ. κόβεται). Οι κατηγορίες αυτές αποτελούν συγχρόνως τους δέκα ουσιώδεις τρόπους ύπαρξης και τα δέκα ουσιώδη κατηγορούμενα της κρίσης, που έργο της είναι ακριβώς η απονομή ή απόρριψη ενός κατηγορουμένου ως προς μια ουσία. Η κρίση είναι καταφατική ή αρνητική, αληθινή ή σφαλερή, γενική ή μερική. Οι κρίσεις συνδέονται μεταξύ τους με δύο τρόπους: είτε μεταβαίνοντας από τα ειδικά στα γενικά ή αντίστροφα. Η πρώτη μορφή (επαγωγή) ξεκινάει από την εμπειρία και αποβλέπει να γενικεύσει τα εξαγόμενά της. Ο βαθμός βεβαιότητάς της είναι σχετικός, ποτέ απόλυτος, και εξαρτάται από την ευρύτητα του εμπειρικού πεδίου που συνοψίζει.
Η δεύτερη μορφή, η μετάβαση από το γενικό στο μερικό, αποτελεί τον παραγωγικό συλλογισμό και είναι αποδεικτική. Δύο κρίσεις συνδέονται, σε κάθε περίπτωση συσχετισμού τους, με ένα μέσο όρο: π.χ. α) Οι άνθρωποι είναι θνητοί. β) Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος. Με τη διαμεσολάβηση του μέσου όρου «άνθρωπος», που είναι υποκείμενο στην πρώτη κρίση και κατηγορούμενο στη δεύτερη, εξάγεται και εξαγγέλλεται τρίτη κρίση σαν συμπέρασμα: Ο Σωκράτης είναι θνητός. Το συμπέρασμα μπορεί με τη σειρά του να γίνει αφετηρία (μείζων πρόταση) ενός νέου συλλογισμού. Έτσι προκύπτει μια αλυσίδα συλλογισμών, που το κύρος του καθενός στηρίζεται στο κύρος ενός προηγούμενου, με αναγωγή τελικά σε αξιώματα, δηλαδή αρχές με άμεση βεβαιότητα και αυταπόδεικτες. Έτσι τα όντα και τα φαινόμενα κατανοούνται ότι εμπεριέχονται σε ευρύτερες τάξεις εννοιών, με βαθμίδα κάθε φορά την «ειδοποιό διαφορά», δηλαδή το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διακρίνει ένα είδος όντων από ένα άλλο. Η κατάταξη γίνεται με κριτήριο μία ειδοποιό διαφορά, και μόνο μία, κάθε φορά, ώστε να πραγματοποιείται μετάβαση σιγά-σιγά από το κάθε γένος στο αμέσως πλησιέστερο ή «προσεχές» γένος. Η μεθοδική αυτή αναγωγή προχωρά ιεραρχικά από το πιο γενικό στο πιο ειδικό ή αντίστροφα. Έτσι η υπαγωγή των περισσότερο ειδικών στο γενικότατο είδος είναι ολοκληρωτική – και ο κόσμος είναι ένας και ιεραρχημένος για πάντα.
Μπορεί όμως κάποτε ο συλλογισμός να αναχωρεί από αρχές όχι έγκυρες, και να γίνει έτσι καθαρή τεχνική απάτης. Αλλά και ο ψεύτης σοφιστής, έστω και αν κακομεταχειρίζεται τις λογικές αρχές, σ’ αυτές προσφεύγει κι έτσι αναγνωρίζει έμμεσα το κύρος τους. Οι πιο γενικές λογικές αρχές είναι: η αρχή της ταυτότητας και της μη αντίφασης, κατά την οποία δεν μπορεί ένα πράγμα να είναι ταυτόχρονα το ίδιο και το αντίθετο του. Στην αρχή αυτή στηρίχτηκε για αιώνες ο επιστημονικός στοχασμός, ιδιαίτερα τα μαθηματικά. Η αρχή αυτή εκφράζει με όρους της λογικής την εκδοχή του αμετάβλητου Όντος του Παρμενίδη και είναι αντίθετη με τη διδασκαλία του Ηράκλειτου για τις αντιθέσεις και το γίγνεσθαι. Η διαλεκτική του Χέγγελ και των νεώτατων χρόνων υποβάλλει σε κριτική αυτήν ιδιαίτερα την αρχή της τυπικής λογικής του Αριστοτέλη, γιατί σύμφωνα μ’ αυτήν είναι αδιανόητο το γίγνεσθαι – αλλά το γίγνεσθαι είναι και η βασικότερη αλήθεια που δέχεται η σύγχρονη επιστήμη, κι από δω πηγάζει η αντίθεση του νεώτερου στοχασμού προς την αριστοτελική παράδοση, που δεν παύει ωστόσο, αν τηρηθεί στα μέτρα της, να είναι γόνιμη και στη σύγχρονη ακόμα εποχή.
Ποιητική: Η έκθεση των πραγμάτων όπως θα μπορούσαν να συμβούν, σε αντίθεση με την ιστορική εξακρίβωση των όσων πραγματικά διαδραματίστηκαν, είναι έργο του ποιητή, κατά τον Αριστοτέλη. Η ποίηση πλησιάζει περισσότερο, έτσι, στη φιλοσοφία παρά η ιστορία, γιατί καταγίνεται με το γενικό μάλλον, κι όχι με το ειδικό και εξακριβωμένο. Πηγή της ποιητικής δημιουργίας, με την ευρύτερη έννοια του όρου, είτε δηλαδή με τη μορφή του έπους, είτε της τραγωδίας, της κωμωδίας, είτε του κιθαρισμού και της μελωδίας, είναι η ανθρώπινη τάση για μίμηση και κατανόηση. Η κωμωδία παρουσιάζει, δηλαδή μιμείται τους ανθρώπους στην κατώτερη, και ιδιαίτερα στη γελοία εκδήλωσή τους. Το γελοίο, που αποτελεί μέρος της ασχήμιας, είναι ένα μειονέκτημα που δε φέρνει πόνο ή ζημιά. Έτσι παρουσιάζεται στις κωμικές μάσκες, που είναι άσχημες και δύσμορφες, αλλά χωρίς έκφραση πόνου.
Η τραγωδία, αντίθετα, παρουσιάζει τον άνθρωπο ανώτερο από τον πραγματικό μέσο τύπο, ως «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας» κατά τον κλασικό αριστοτελικό ορισμό. Η ανάλυση της δομής, των μερών, των ενοτήτων, καθώς και η έρευνα της ιστορίας της τραγωδίας διά μέσου των μεγάλων εκπροσώπων της, αναδείχνουν τον Αριστοτέλη ιδρυτή της επιστημονικής αισθητικής, σαν ειδικού κλάδου των θεωρητικών επιστημών. Για πολλούς αιώνες οι αριστοτελικές θεωρίες αποτελούσαν τους κανόνες που είχαν θεωρηθεί αξεπέραστοι για τη θεατρική τέχνη, ιδιαίτερα κατά το 17ο αιώνα, εποχή ακμής του γαλλικού κλασικισμού. Κυρίως η αριστοτελική έννοια της «καθάρσεως των παθημάτων δι’ ελέου και φόβου» έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις και ερμηνείες ως τον αιώνα μας, που συσχετίζουν την «κάθαρση» άλλοτε με την ομοιοπαθητική αγωγή, αντίστοιχη των αρχαίων οργιαστικών καθαρμών, που λυτρώνει από τα πάθη οδηγώντας τα στις ακραίες συνέπειές τους εμπρός στα μάτια του θεατή, άλλοτε με τη σύγχρονη ψυχαναλυτική αγωγή.
Ιστορική τοποθέτηση και τύχη.
Κατά την ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή περίοδο η σκέψη και η σχολή του Αριστοτέλη δε γνωρίζουν μεγάλη απήχηση, ούτε και κατά την πρώτη χριστιανική περίοδο. Εξαίρεση αποτελούν οι εργασίες των σχολιαστών, όπως του Σιμπλικίου, Θεμίστιου κ.ά. Στους κόλπους όμως της σχολαστικής φιλοσοφίας τα αριστοτελικά κείμενα, ιδιαίτερα ύστερα από την επεξεργασία και ερμηνεία τους σύμφωνα με τα δόγματα της παπικής Εκκλησίας από το Θωμά Ακινάτη, γίνονται επίσημα κείμενα και θεωρούνται η τελευταία λέξη της φιλοσοφίας. Η αρχή της γνωριμίας της Δυτικής Ευρώπης με τον Αριστοτέλη ανάγεται στις αραβικές επιδρομές, που έφεραν μαζί στο χριστιανικό κόσμο της Δύσης και αραβικές μεταφράσεις των αριστοτελικών κειμένων. Από την περίοδο αυτή χρονολογούνται και τα μεγάλα υπομνήματα, εβραϊκά και αραβικά, του Αβικένα και του Μαΐμονίδη. Στους χρόνους του Ουμανισμού και της Αναγέννησης είναι σημαντική η αριστοτελική φιλολογία, καθώς και η διαμάχη αβερροϊστών (Αράβων σχολιαστών, οπαδών του Αβερρόη) και αλεξανδρινών, ειδικά στα πανεπιστήμια της Πάντοβας και της Βολωνίας. Ο αριστοτελισμός είναι και το επίκεντρο της αντιμαχίας γύρω από τη νέα άποψη για τον κόσμο του Γαλιλαίου.
Στους νεώτερους χρόνους το φυσικό και αστρονομικό σύστημα του Αριστοτέλη καταρρέει, η επιστημονική μέθοδος όμως και η φιλοσοφία δεν παύουν να κάνουν αναγωγές στην αριστοτελική παράδοση.
Έλληνας στην καταγωγή, ο Αριστοτέλη βλέπει να καταρρέει η πόλις-κράτος και διαβλέπει μια νέα εποχή, καθώς αρχίζει ο εξελληνισμός του μεσογειακού κόσμου. Ως παιδαγωγός όμως μετάδωσε ασφαλώς στον Αλέξανδρο την ουσία του πολιτισμού του άστεως: την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πολίτες ενός «μόνου» κράτους, αφού έχουν την ίδια φύση, ενώ η εξουσία, από την πλευρά της, οφείλει να εκφράζει όχι μια κάστα ή ένα λαό, αλλά έναν πολιτισμό. Ως ιδρυτής του Λυκείου ο Αριστοτέλης έδειξε ότι η εξειδικευμένη έρευνα (φυσική, ιστορική, φυσιοδιφική), δηλαδή η εργασία του επιστήμονα, πρέπει να ριζώνει στην καθολικότητα της ιδέας και της φιλοσοφίας, δηλαδή στην άποψη που είχε ο άνθρωπος για τον εαυτό του και για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Κάθε φιλόσοφος είναι άνθρωπος του καιρού του, αλλά ο Αριστοτέλης κατέχει αυτή τη σοφία της επίγνωσης, και γι’ αυτό παρουσιάζει συνειδητά το σύστημά του μέσα σε μια πολιτιστική εξέλιξη. Μπορούμε σήμερα να πούμε ότι ο Αριστοτέλης είναι ο μεσολαβητής μεταξύ του κλασικού ελληνικού κόσμου και του μεσαιωνικού και νεώτερου στοχασμού.
Ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων, λεπτομέρεια από τη «Σχολή των Αθηνών» του Ραφαήλ. Η αριστοτελική φιλοσοφία, όχι πια διά μέσου του σχολαστικισμού, αλλά όπως την ανακάλυψε το νέο και αδέσμευτο από προκαταλήψεις πνεύμα, διαμορφώνει όλο τον πολιτισμό της Αναγέννησης. Ο Αριστοτέλης είναι ο μεσολαβητής μεταξύ κλασικού ελληνικού κόσμου και μεσαιωνικού και νεώτερου στοχασμού. (Βατικανό, Αίθουσα της Υπογραφής).