Θωράκιο με γρύπα 10ος-11ος αι. (Βυζαντινό μουσείο).
Λέγεται και γρύφος. Φανταστικό ζώο με κεφάλι και φτερούγες αετού και σώμα λιονταριού ή όμοιο με αετό. Ο γρύπας ήταν γνωστός στην αρχαία ελληνική μυθολογία με την ονομασία γρυψ και πρωτοεμφανίστηκε στα αιγυπτιακά μνημεία της 12ης Δυναστείας, στην Κρήτη στη μεσομινωική εποχή και στις Μυκήνες. Μεταφέρθηκε στη Μεσοποταμία κατά τη Β’ χιλιετηρίδα από το βόρειο λαό των Μιτάννι και πήρε σημαντική θέση στην ασσυριακή εικονογραφία. Στην Αίγυπτο ήταν η προσωποποίηση του Ήλιου, πρόμαχος των Φαραώ και φρουρός των τάφων τους. Στην Ελλάδα ήταν το ιερό ζώο του Απόλλωνα, του θεού του Ήλιου και μάλιστα απεικονιζόταν και στο κράνος της Αθηνάς, ενώ στην Κρήτη, ειδικότερα, συμβόλιζε το βασιλικό αξίωμα, ζωγραφισμένος στις δυο πλευρές του θρόνου του ανακτόρου της Κνωσού. Από τότε που εμφανίστηκε στα μνημεία τέχνης, άρχισαν να δημιουργούνται και οι σχετικοί μύθοι, κυρίως μετά τη διάδοση των αριμασπείων επών του Αριστέα του Προκοννησίου. Σύμφωνα με αυτόν, βορειότερα από τους Σκύθες κατοικούσαν οι Ισηδόνες, που ήταν σε διαρκή διαμάχη με τους γειτονικούς Γρύπες, φύλακες του χρυσού, από τους οποίους οι μονόφθαλμοι Αριμασποί άρπαξαν το πολύτιμο μέταλλο. Παραστάσεις του ζώου υπάρχουν στις πόλεις Τελ Χαλάφ, Ρας Σάμρα, Αρσλάν Τας, Τιλ Μπαρσΐμπ, στην Παλαιστίνη, όπου στολίζει ωραιότατο ελεφαντοστό της Μεγγιντό και στην Κύπρο. Χρησίμευσε επίσης ως θέμα πολλών ορειχάλκινων ελληνικών έργων και απεικονίζεται συχνά στα ετρουσκικά κοσμήματα. Ξαναεμφανίστηκε πολύ αργότερα στη βυζαντινή τέχνη, όπως μαρτυρούν τα πολύτιμα υφαντά του θησαυρού της Σανς. Χρησιμοποιήθηκε στη γλυπτική του Μεσαίωνα (ορείχαλκοι του καθεδρικού ναού της Πίζας, 10ος αι.) και στα ρομαντικά έργα του Αγίου Λαζάρου της Ωτέν και στη Σαριτέ συρ Λουάρ, στην Κομποστέλα.