Είναι το κύριο αλκαλοειδές που περιέχεται στη «μπελαντόνα» (Atropa belladonna), φυτό ποώδες, αειθαλές, αυτοφυές στην Κεντρική και Νότια Ευρώπη. Η χαρακτηριστική φαρμακολογική ιδιότητα αυτής της ουσίας είναι ότι παρεμποδίζει την περιφερειακή δραστηριότητα του παρασυμπαθητικού τμήματος του νευροφυτικού συστήματος (παρασυμπαθητικολυτική δράση)· αυξάνει συνεπώς την καρδιακή συχνότητα, ελαττώνει την έκκριση ιδρώτα, σάλιου και βρόγχων και διαστέλλει την ίριδα, μεγαλώνοντας έτσι την κόρη του ματιού.
Η ατροπίνη χρησιμοποιείται στην οφθαλμιατρική με μορφή κολλύριου ή αλοιφής κυρίως στις παθήσεις της ίριδας, αλλά και για διαγνωστικούς σκοπούς σε πολλές οφθαλμικές παθήσεις, επειδή επιτρέπει να διερευνηθεί ακριβέστερα ο βυθός του ματιού.
Στην καρδιολογία η ατροπίνη σήμερα χρησιμοποιείται μάλλον σπάνια, σε μερικές μορφές βραδυκαρδίας και στο σπασμό των στεφανιαίων· στην αναισθησιολογία χρησιμοποιείται για την αποφυγή του μετεγχειρητικού εμέτου και για τον περιορισμό των βρογχικών εκκρίσεων που προκαλούνται από τη χορήγηση ναρκωτικών.
Χρησιμοποιείται επίσης για κατάπαυση των οδυνηρών σπασμών του εντέρου, στο βρογχικό άσθμα και στη θεραπεία των καταλοίπων της ληθαργικής εγκεφαλίτιδας. Η θεραπευτική δόση είναι 0,5 -1 mg. Ένα εκατοστό του γραμμαρίου προκαλεί συμπτώματα βαριάς δηλητηρίασης τα οποία χαρακτηρίζονται από ερύθημα του προσώπου, ταχυκαρδία, ξηρότητα του δέρματος, κεφαλαλγία, ιλίγγους, ανησυχία, παραλήρημα, παραισθήσεις, κώμα, ακόμα και θάνατο από παράλυση του αναπνευστικού.