Με το όνομα αυτό είναι γνωστά διάφορα φυτά της οικογένειας των Ροδιδών, γνωστά με την επιστημονική ονομασία ρούβος ο θαμνώδης και ρούβος ο γναφαλώδης. Το είδος φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα, σε δασώδεις περιοχές, φράκτες, θαμνότοπους και στις όχθες των ρυακιών. Βγάζει άφθονες παραφυάδες, που σχηματίζουν μακρουλά και ευλύγιστα στάρια, με καμπυλωτά αγκάθια, που έρπουν ή ανεβαίνουν όρθια και κατεβαίνουν σε τόξα. Φύλλα πράσινα και σχεδόν γυαλιστερά στην άνω όψη τους, με 3-5 φυλλάρια οδοντωτά, από τα οποία το επάκριο αντωοειδές. Το κεντρικό νεύρο κάθε φύλου έχει μικρά αγκάθια. Άνθη με πέταλα λευκά ή ρόδινα, κατά μικρούς πλάγιους κορύμβους.
Οι καρποί, τα γνωστά άγρια βατόμουρα, είναι χυμώδεις, εύγευστοι και εδώδιμοι, στην αρχή πράσινοι έπειτα κοκκινόξανθοι και τελικά μαύροι και γυαλιστεροί. Πρόκειται για κοινοκάρπια τα οποία αποτελούνται από πολλές, μικρές δρύπες. Ο ρούβος ο γναφαλώδης μοιάζει πολύ με το προηγούμενο είδος μόνο που έχει λευκοκίτρινα άνθη.
Άλλο ελληνικό είδος είναι ο ρούβος της Ίδης, θάμνος αυτοφυής στα δάση της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας γνωστός σαν σμεουριά. Καλλιεργείται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες για τον εύγευστο καρπό του, με το γαλλικό όνομα «φραμ- πουάζ».