Ορνιθόμορφο πτηνό της μικρής οικογένειας των Μελεαγριδιδών, που περιλαμβάνεται στην ευρεία και ετερογενή υπόταξη των γάλων. Η επιστημονική του ονομασία είναι (μελεαγρίς ο αλεκτρυνοταώς ή ινδόρνιθα). Καλείται και κοινός για να διακρίνεται από ένα άλλο είδος, που συναντιέται ακόμα στην Αμερική μόνο σε άγρια κατάσταση. Το πρώτο είδος (γάλος ο κοινός ή γαλοπούλα ή διάνος) ζούσε ελεύθερο σε πολυπληθή κοπάδια στις νότιες περιοχές της Β. Αμερικής ως τον Τροπικό του Καρκίνου.
Σύχναζαν σε αραιά δάση και η τροφή τους ήταν βλαστάρια, σπόροι, φρούτα και μικρά ασπόνδυλα. Σήμερα ο γάλος αυτός ζει σε άγρια κατάσταση μόνο σε μικρές ομάδες, σε απρόσιτες ζώνες, στην περιοχή της πρωταρχικής του εξάπλωσης. Ο γάλος είχε εξημερωθεί από τους Αζτέκους και μετά τον αποικισμό της Αμερικής διαδόθηκε στην Ευρώπη και ύστερα σε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου, όπου αρέσει το κρέας του.
Οι ράτσες που εξημερώθηκαν διαφέρουν μεταξύ τους στο χρώμα του φτερώματος και στο βάρος, το οποίο στα αρσενικά ποικίλλει από 6 ως 15 κιλά. Τα θηλυκά διακρίνονται από τα αρσενικά από τις μικρότερες διαστάσεις τους, τη λιγότερο έντονη απόχρωση του φτερώματος και από την έλλειψη του ισχυρού ατροφικού δάχτυλου στον ταρσό.
Το άλλο γένος της οικογένειας αντιπροσωπεύεται από το γάλος τον οφθαλμωτό, που τώρα πια ζει σε περιορισμένο αριθμό ατόμων σε άγρια κατάσταση στα ξηρά δάση της Κεντρικής Αμερικής. Διακρίνεται από το προηγούμενο είδος κυρίως από το πράσινο και γαλαζοπρασινωπό χρώμα του φτερώματος, το οποίο στην ουρά και στα εξωτερικά φτερά έχει μεγάλα στίγματα, σχεδόν κυκλικά.