Γεννήθηκε σαν σήμερα 15 Φεβρουαρίου 1564 στην Πίζα ο φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και στην αστρονομία και κυρίως η μαθηματική – πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιερώνουν ως το θεμελιωτή της σύγχρονης επιστήμης και μια από τις μεγαλύτερες και θαυμαστότερες φυσιογνωμίες της ανθρωπότητας.
Γιος του Βιτσέντζο Γκαλιλέι, διάσημου μουσικού, και της Τζούλια των Αμανάτι, ο Γαλιλαίος κληρονόμησε από τον πατέρα του την αγάπη για τη μουσική, τη ζωηρότητα της διάθεσης και τον ανεξάρτητο και ανυπότακτο σε οποιαδήποτε επιβολή χαρακτήρα. Όταν το 1574 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, ο Γαλιλαίος έλαβε στην πόλη αυτή την πρώτη του εκπαίδευση, καθαρά ανθρωπιστικού χαρακτήρα. Έτσι έγινε, μεταξύ άλλων, δεξιοτέχνης στον πλαγύαυλο και καλλιέργησε με πάθος το σχέδιο. Μαρτυρίες για τη φιλολογική παιδεία του Γαλιλαίου και για την καλαισθησία του ως διανοούμενου ή ακόμα και συγγραφέα κλασικής απλότητας είναι τα νεανικά του κείμενα για το Δάντη, για το Μαινόμενο Ορλάνδο και για την Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ, από την οποία προτιμούσε το ποίημα του Αριόστο. Αλλά ο πατέρας του είχε αποφασίσει να τον κάμει γιατρό και το 1581 τον έγραψε στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Στο ίδρυμα αυτό κυριαρχούσαν τότε η φιλοσοφία και η φυσική του Αριστοτέλη. Ιδιαίτερα η διδασκαλία της αστρονομίας βασιζόταν στο αριστοτέλειο γεωκεντρικό σύστημα, που το τελειοποίησε το 2ο μ.Χ. αι. ο Πτολεμαίος. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό το Σύμπαν είναι μία τέλεια σφαίρα. Στο κέντρο της βρίσκεται ακίνητη η Γη και γύρω απ’ αυτή περιφέρονται τα ουράνια σώματα. Το 1532 ο Πολωνός αστρονόμος Κοπέρνικος είχε ωστόσο δημοσιεύσει ένα βιβλίο, στο οποίο μιλούσε για ένα ηλιοκεντρικό σύστημα, όπου ο Ήλιος θεωρούνταν ακίνητος στο κέντρο του Σύμπαντος και γύρω απ’ αυτόν περιφέρονταν οι πλανήτες. Η θεωρία του όμως δεν είχε αποκτήσει πολλούς οπαδούς.
Σύμφωνα με αυτά που διηγείται ο Βιτσέντζο Βιβιάνι, μαθητής και βιογράφος του Γαλιλαίου, ο δάσκαλός του, μόλις 19 ετών, είχε κάμει στην Πίζα την πρώτη του ανακάλυψη. Βρισκόταν μια μέρα στον καθεδρικό ναό, όταν, παρατηρώντας τις ταλαντώσεις ενός πολυελαίου, διαπίστωσε ότι η διάρκεια αυτών των ταλαντώσεων παράμενε πάντα η ίδια, αν και το πλάτος τους ελαττωνόταν συνεχώς. Χρησιμοποιώντας το σφυγμό του για χρονόμετρο, διαπίστωσε ότι πράγματι αυτό συνέβαινε. Επανάλαβε στο σπίτι του την παρατήρηση με τα πιο διαφορετικά ταλαντούμενα σώματα και πάντα έβρισκε ότι η διάρκεια των ταλαντώσεων για το καθένα απ’ αυτά παράμενε σταθερή παρά την απόσβεσή τους. Συνεπώς οι ταλαντώσεις ενός εκκρεμούς επέτρεπαν τη μέτρηση του χρόνου. Αυτή υπήρξε μια σημαντικότατη ανακάλυψη, που αποτελεί ως σήμερα τη βάση της λειτουργίας των ρολογιών. Όχι μόνο αυτό, αλλά θεμελίωσε και την πειραματική μέθοδο, που θα ακολουθούσε ο Γαλιλαίος στα πειράματά του. Η μέθοδος αυτή έγινε ο δρόμος για την ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης.
Ο Γαλιλαίος σπούδαζε για τρίτο χρόνο στο πανεπιστήμιο της Πίζας όταν, γοητεύτηκε τόσο πολύ με τη μελέτη των μαθηματικών, ώστε αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιατρική και να γυρίσει στη Φλωρεντία. Ο Οστίλιο Ρίτσι, μαθητής του Ταρτάλια, του μετάδωσε την αγάπη για τον Αρχιμήδη, όπως φαίνεται από τα πρώτα έργα του Γαλιλαίου, δηλαδή την εφεύρεση του υδροστατικού ζυγού για τον προσδιορισμό, του ειδικού βάρους των σωμάτων και την ανακάλυψη μερικών θεωρημάτων για το κέντρο βάρους (1586 – 87). Οι δύο αυτές εργασίες του εξασφάλισαν, σε ηλικία 25 ετών, τον τίτλο του καθηγητή των μαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Αλλά ο μισθός ήταν τελείως ανεπαρκής για τις ανάγκες του, ιδιαίτερα όταν, μετά το θάνατο του πατέρα του, το βάρος της πολυμελούς οικογενείας του στηρίχτηκε στους ώμους του. Οι οικονομικές δυσκολίες και η έντονη μελέτη δεν επηρέασαν ωστόσο την πληθωρική ζωτικότητα και το χαρούμενο χαρακτήρα του Γαλιλαίου, ο οποίος αγαπούσε τη ζωηρή συζήτηση με μαθητές και φίλους, τις συνεστιάσεις και το καλό κρασί. Το 1592 πέτυχε να βρει μια θέση με καλύτερη αμοιβή στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, όπου ανάλαβε την έδρα των μαθηματικών. Τα 18 χρόνια που παράμεινε σ’ αυτήν την πόλη υπήρξαν για το Γαλιλαίο τα καλύτερα της ζωής του, ιδιαίτερα εξαιτίας της σημαντικής ελευθερίας σκέψης, που εξασφάλισε η Δημοκρατία της Βενετίας. Σ΄ αυτήν την περίοδο είχε μια πιστή σύντροφο, τη Βενετσιάνα Μαρίνα Γκάμπα, από την οποία απόχτησε τρία παιδιά, δύο κόρες και ένα γιο. Στην Πάντοβα ο Γαλιλαίος δίδασκε όχι μόνο στο πανεπιστήμιο, όπου οι παραδόσεις του είχαν τεράστια επιτυχία, αλλά ακόμα και σε φοιτητές που έπαιρνε οικότροφους στο σπίτι του. Το ενδιαφέρον του για την τεχνική τον απασχολούσε για πολύ στο εργαστήριο του, όπου με τη βοήθεια ενός μηχανικού κατασκεύασε μαθηματικά όργανα. Εκεί επινόησε και κατασκεύασε έναν ευφυέστατο υπολογιστικό κανόνα, το λεγόμενο γεωμετρικό και στρατιωτικό διαβήτη, και ένα θερμοσκόπιο, πρόδρομο του θερμόμετρου. Σ΄ αυτά τα χρόνια της έντονης εργασίας συμπλήρωσε τις έρευνές του στα μηχανικά φαινόμενα και τα αποτελέσματα τους δημοσιεύτηκαν από τον ίδιο σ΄ ένα έργο που είναι η κορυφή της εργασίας του. Το 1604 εμφανίστηκε στον ουρανό ένας νέος αστέρας και όλοι έτρεξαν στις διαλέξεις του Γαλιλαίου για να μάθουν τη γνώμη του. Αυτός διαβεβαίωσε ότι ο νέος αστέρας βρισκόταν πάρα πολύ πέρα από τη Σελήνη και αυτή η διαβεβαίωση ακούστηκε ως κραυγή ανταρσίας εναντίον μιας χιλιόχρονης αρχής, που δεν επιδεχόταν συζήτηση. Πράγματι, ο Αριστοτέλης διέκρινε δύο κόσμους: τον κόσμο των ουρανών, όπου όλα παραμένουν αιώνια αμετάβλητα και τον κόσμο κάτω από την Σελήνη, δηλαδή κάθε τι που βρισκόταν μέσα στη σφαίρα της Σελήνης, όπου όλα διαβρώνονται και χάνονται. Σε αυτόν τον κόσμο ανήκε και η Γη. Η διαβεβαίωση ότι ο νέος αστέρας βρισκόταν πολύ πιο μακριά από τη Σελήνη, αντιστοιχούσε με τον ισχυρισμό ότι κάτι άλλαξε στους ουρανούς, οι οποίοι έπρεπε να μένουν παντοτινά αμετάβλητοι. Ο Γαλιλαίος μιλούσε έτσι ανοιχτά εναντίον των αρχαίων και καθιερωμένων ιδεών. Αλλά η ρήξη επήλθε πέντε χρόνια αργότερα, όταν ο Γαλιλαίος έστρεψε προς τον ουρανό το τηλεσκόπιο και είδε αυτό που ανθρώπινο μάτι δεν είχε αντικρύσει ακόμα.
Τα τηλεσκόπια κατασκευάζονταν τότε στην Ολλανδία, αλλά ο Γαλιλαίος υπήρξε ο πρώτος που διαπίστωσε τις τεράστιες δυνατότητές του, το τελειοποίησε και το χρησιμοποίησε για την παρατήρηση του ουρανού. Στις 25 Αυγούστου 1609 από την κορυφή του κωδωνοστασίου του Αγίου Μάρκου στη Βενετία εξήγησε τη χρήση του στο Δόγη και στις άλλες προσωπικότητες. Ο ενθουσιασμός υπήρξε τεράστιος και ο Γαλιλαίος πέτυχε έτσι την αύξηση του μισθού του. Αργότερα κατασκεύασε ένα τηλεσκόπιο κατάλληλο για τη μεγέθυνση κοντινών αντικειμένων. Αυτή υπήρξε η αρχή του μικροσκοπίου.
Τη νύχτα της 7ης Ιανουαρίου 1610, ο Γαλιλαίος έστρεψε στον ουρανό το πρώτο τηλεσκόπιο και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το Ο άγγελος των αστέρων (Sidereus Nuncius). Με την περιγραφή των ανακαλύψεών του κατάρρευσε ο μύθος της τελειότητας των ουράνιων σωμάτων και αποδείχτηκε πιθανότατο το ηλιοκεντρικό σύστημα. Η επιφάνεια της Σελήνης δε φάνηκε λεία και τέλεια, αλλά διάσπαρτη με όρη, κοιλάδες και κρατήρες. Ο Ήλιος, που τον θεωρούσαν ως τότε το τυπικότερο σύμβολο της ουράνιας σταθερότητας, φάνηκε σπαρμένος με κηλίδες. Η ανακάλυψη εξάλλου των φάσεων της Αφροδίτης απόδειξε ότι ο πλανήτης αυτός περιφερόταν γύρω από τον Ήλιο και, συνεπώς, η Γη δεν είναι το κέντρο όλων των ουράνιων κινήσεων. Η ανακάλυψη των τεσσάρων δορυφόρων του Δία πρόσφερε ένα πρότυπο πλανητικού συστήματος σε μικρογραφία. Για να τιμήσει τον οίκο των Μεδίκων, ο Γαλιλαίος ονόμασε «πλανήτες των Μεδίκων» τους δορυφόρους του Δία. Η σπουδαιότητα των ανακαλύψεων αυτών μεγάλωσε πολύ τη φήμη του Γαλιλαίου και ο Κόσιμος Β’ τον κάλεσε στη Φλωρεντία και τον διόρισε πρώτο φιλόσοφο και μαθηματικό του μεγάλου δουκάτου της Τοσκάνης. Στην αρχή κατάφερε να πετύχει την αναγνώριση των ανακαλύψεών του από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της εποχής, μεταξύ των οποίων και ο Κέπλερ, όπως επίσης και από τους πανίσχυρους ιησουίτες αστρονόμους. Πράγματι, σ΄ ένα από τα ταξίδια του στη Ρώμη έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον πάπα Παύλο Ε΄ Στον κήπο του Κυρηναλίου έδειξε τις ανακαλύψεις του στους ιησουίτες επιστήμονες του Ρωμαϊκού Κολεγίου και έγινε μέλος της Ακαδημίας των Λυγκέων, τιμή που τον ικανοποίησε ιδιαίτερα.
Αλλά τότε άρχισαν οι πρώτες αψιμαχίες, προμηνύματα της θύελλας που θα ερχόταν: μερικοί αμφέβαλαν για την προτεραιότητα των αστρονομικών του ανακαλύψεων· άλλοι, άριστοτελικοί, επαναστατούσαν εναντίον των αποτελεσμάτων μιας μελέτης για τα ουράνια σώματα. Το 1613 η κατάσταση έγινε σοβαρότερη και οι αστρονομικές ανακαλύψεις του, που επαλήθευαν το σύστημα του Κοπέρνικου, του έδωσαν θάρρος να διακηρύξει τις ιδέες του, σίγουρος ότι όλοι έπρεπε να παραδεχτούν τη μαρτυρία των γεγονότων. Έτσι, σε τέσσερα γράμματα, από τα οποία περίφημα είναι τα γράμματα προς το Μπενεντέτο Καστέλι (1613) και προς τη Χριστίνα της Λωρραίνης (1615) – τα οποία κυκλοφόρησαν σε απειράριθμα αντίγραφα (όχι όλα ακριβή) – προσπάθησε απερίσκεπτα να αποδείξει ότι η θεωρία της κίνησης της Γης δεν αντιστρατεύεται το περιεχόμενο των Αγίων γραφών. Τα γράμματα προκάλεσαν μεγάλη ταραχή και βίαιες επιθέσεις. Ο Γαλιλαίος καταγγέλθηκε στο Συμβούλιο της Αγίας Έδρας, στη Ρώμη. Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε ο Γαλιλαίος σε ένα νέο ταξίδι του στη Ρώμη, το Συμβούλιο, με πρόεδρο το Ρομπέρτο Μπελαρμίνο, το Φεβρουάριο του 1616, αποφάσισε να λογοκρίνει το σύστημα του Κοπέρνικου και διέταξε το Γαλιλαίο να αποφεύγει τη διδασκαλία, διάδοση ή επεξεργασία των θεωριών του Κοπέρνικου. Ο Γαλιλαίος μη έχοντας περιθώρια άρνησης δέχτηκε και υποσχέθηκε να υπακούσει.
Αυτή η πρώτη ήττα δε στάθηκε βέβαια ικανή να αποτρέψει το Γαλιλαίο από την ερευνητική εργασία του· Μόλις γύρισε στη Φλωρεντία, παρά την αβέβαιη σωτηρία του, επανάλαβε τις μελέτες, τις παρατηρήσεις και την προετοιμασία νέων έργων. Το 1623 δημοσίευσε το Χρυσό ζυγό στον οποίο, απαντώντας στις επικρίσεις εναντίον του συστήματος του Κοπέρνικου, που είχε διατυπώσει ο πατέρας Γκράσι σ’ ένα βιβλίο του, ανάπτυσσε τις δικές του ουράνιες ανακαλύψεις και κατάρριπτε σημείο προς σημείο τις θεωρίες του Γκράσι. Είναι ένα ζωηρότατο έργο, γραμμένο με ικανότητα έμπειρου συζητητή και με διαύγεια διατύπωσης, που αποκαλύπτει το Γαλιλαίο δεξιοτέχνη της επιστημονικής συγγραφής.
Τον ίδιο χρόνο ανέβηκε στον παπικό θρόνο με το όνομα Ουρβανός Η’ ο καρδινάλιος Μαφέο Μπαρμπερίνι, που είχε γιορτάσει με στίχους τις ουράνιες ανακαλύψεις του Γαλιλαίου και έτσι αναπτερώθηκαν οι ελπίδες του σοφού. Ύστερα από μερικά χρόνια εργασίας, ο Γαλιλαίος πέτυχε να πάρει από την παπική λογοκρισία την άδεια να τυπώσει, το 1632, το Διάλογο μεταξύ των δύο μεγίστων κοσμοθεωριών. Σε αυτόν, αν και χωρίς να γίνεται φανερά εκλογή μεταξύ των συστημάτων του Πτολεμαίου και του Κοπέρνικου, είναι πολύ καθαρές οι απόψεις του συγγραφέα. Το έργο προκάλεσε στην Ευρώπη μεγάλο θαυμασμό, αλλά πέντε μήνες αργότερα ο Γαλιλαίος πήρε εντολή να πάει στη Ρώμη για να λογοδοτήσει για το βιβλίο του, το οποίο κρίθηκε δίκαια ως έργο κριτικής και πολεμικής επίθεσης. Η δίκη κράτησε τέσσερις μήνες. Στις 16 Ιουνίου 1633, στο μέγαρο του Κυρηναλίου, το Συμβούλιο της Αγίας Έδρας καταδίκασε το Γαλιλαίο σε απάρνηση των πεποιθήσεών του και φυλάκιση, σύμφωνα με τη θέληση της Ιερής Εξέτασης, η οποία απαγόρευσε το Διάλογο. Στις 22 Ιουνίου ο Γαλιλαίος αποκήρυξε τις δοξασίες του. Την καταδίκη σε φυλάκιση μετάτρεψε ο Ουρβανός Η’, πρώτα σε περιορι σμό στους κήπους της Τρινιτά ντέι Μόντι, μετά στη Σιένα και τέλος στο Αρτσέτρι.
Η νίκη των ιησουιτών εξάλειψε τις ελπίδες του Γαλιλαίου ότι θα έπειθε την Αγία Έδρα να αναγνωρίσει την ελευθερία των επιστημών και γέμισε με πικρία την ψυχή του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, που τα πέρασε στο Αρτσέτρι, τα σκίασαν δύο ακόμα φοβερές πληγές: ο θάνατος της αγαπημένης του κόρης Βιργινίας, που ήταν μοναχή στο μοναστήρι του Σαν Ματέο με το όνομα της αδελφής Μαρία Σελέστε, και η τύφλωση που τον πρόσβαλε το 1637. Αλλά μέσα σε τόσα δεινά κατάφερε, με τη δύναμη του χαρακτήρα του, να συνεχίσει τις μελέτες και τις έρευνες και να διατηρήσει ζωηρή αλληλογραφία με τους φίλους και τους θαυμαστές του. Το 1638 δημοσιεύτηκε στο Λέυντεν το μεγαλύτερο έργο του Διάλογοι και μαθηματικές αποδείξεις για δύο νέες επιστήμες συνδεδεμένες με τη μηχανική και τις τοπικές κινήσεις, στο οποίο συγκέντρωσε, ανάπτυξε και επεξεργάστηκε τις μελέτες του για τη μηχανική, στις οποίες αφιέρωσε σαράντα χρόνια. Αυτό είναι το αποκορύφωμα του έργου του, που έδωσε στη σύγχρονη επιστήμη τους πρώτους νόμους της. Πραγματικά ο Γαλιλαίος υπήρξε ο πρώτος που διατύπωσε, αν και όχι σε πλήρη μορφή, την αρχή της αδρανείας, αναγνωρίζοντας ότι, σε απουσία δυνάμεων, τα σώματα κινούνται με σταθερή ταχύτητα. Αλλά μέσα στο έργο του υπήρχαν περισσότερα, όπως ο νόμος της επιταχυνόμενης κίνησης ενός σώματος με την επίδραση σταθερής δύναμης. Η διατύπωση της αρχής ότι με τις συνθήκες αυτές η ταχύτητα αυξάνεται σε κάθε στιγμή ανάλογα με το χρόνο που πέρασε από την αρχή της κίνησης και ότι, συνεπώς, το διάστημα που διανύεται είναι ανάλογο προς το τετράγωνο του χρόνου που χρειάστηκε για να διανυθεί υπήρξε η τελική ήττα της αριστοτελικής θεωρίας της κίνησης και έκαμε φανερή τη δυνατότητα εφαρμογής των μαθηματικών, με τις ακριβείς ποσοτικές του σχέσεις, στη μελέτη όλων των φυσικών φαινομένων (και όχι μόνο των ουρανίων). Αυτό άνοιξε πραγματικά το δρόμο στην ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης.
Αυτό ήταν ένα τυπικό αποτέλεσμα της μεθόδου έρευνας του Γαλιλαίου, η οποία αποτελεί την πιο σημαντική κληρονομιά του, πάνω ακόμα και από τις ειδικές προσφορές του στους ιδιαίτερους τομείς της γνώσης. Για το Γαλιλαίο, η γνώση πετυχαίνεται με τη σύνθεση δύο απαραίτητων οργάνων, του «αισθητού πειράματος» και της «ασφαλούς» απόδειξης. Το πρώτο αναφέρεται στη μέτρηση των φαινομένων που εξετάζονται. Πρέπει δηλαδή, να προχωρούμε πέρα από την ποιοτική παρατήρηση, η οποία περιορίζεται σε μια επιφανειακή περιγραφή, χωρίς ικανότητα πρόβλεψης, για να φτάσουμε να εκφράσουμε τα αποτελέσματα του πειράματος με αριθμούς. Μόνο σ’ αυτό το σημείο είναι δυνατό να εκφράσουμε ως υπόθεση ένα νόμο με τη μορφή μαθηματικής σχέσης, η οποία θα επιτρέπει την πρόβλεψη με τη βοήθεια πράξεων και αποδείξεων απόλυτα «ασφαλών», των αποτελεσμάτων οποιασδήποτε άλλης μέτρησης σχετικής με τα φαινόμενα που εξετάζονται. Στην αντίθετη περίπτωση είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάξουμε υποθέσεις και να διατυπώσουμε άλλους νόμους, εφόσον ένας από αυτούς δε συμφωνεί με τα πειραματικά δεδομένα. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι με τον τρόπο αυτόν το πείραμα που επιβεβαιώνει τη θεωρία πρέπει γενικά να επινοηθεί από την ικανότητα του επιστήμονα, ο οποίος δεν περιορίζεται να παρατηρεί παθητικά τα φυσικά φαινόμενα, αλλά τα αναπαράγει και τα προκαλεί κάτω από συνθήκες κατάλληλες και ιδιαίτερες, οι οποίες επινοούνται για να γίνει μια επαλήθευση ή διάψευση του ορισμένου ερωτήματος.
Η μέθοδος του Γαλιλαίου κατέβασε λοιπόν από τους ουρανούς των αφαιρέσεων τις έννοιες και τις αμφισβητήσεις της επιστήμης και τις έκαμε να στηρίζονται σε ακριβείς παρατηρήσεις, πειράματα και μετρήσεις. Σε αυτό διέφερε καθαρά – για πρώτη φορά στην ιστορία της σκέψης – από τις μεθόδους της μεταφυσικής και της φιλοσοφίας και άνοιξε συνεπώς το δρόμο στις πειραματικές επιστήμες, στις οποίες οφείλονται οι μεγάλες εξελίξεις της σύγχρονης φυσικής και τεχνικής.
Γ. μετασχηματισμός. Στην κλασική μηχανική, ο μετασχηματισμός των μετρήσεων του χώρου και του χρόνου από έναν παρατηρητή σε έναν άλλο που κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς τον πρώτο. Η μαθηματική του έκφραση δίνεται από το σύνολο των εξισώσεων: 1χ’ = χ – yt, y’ = y, ζ = z, t’ = t}, όπου (χ, y, ζ) είναι οι συντεταγμένες του ενός παρατηρητή στο σημείο 0, (χ’, y’, ζ) οι συντεταγμένες του άλλου στο σημείο 0′, (t, t’) οι χρόνοι ενός γεγονότος στα συστήματα αναφοράς 0,0′, αντίστοιχα και y η σχετική ταχύτητα κίνησης των δυο συστημάτων αναφοράς. Στις εξισώσεις αυτές που συμβιβάζονται με τη Νευτώνεια μηχανική ο άξονας χ έχει θεωρηθεί ότι περνά από τα σημεία 0 και 0′ και ως αρχή της χρονικής κλίμακας θεωρείται η στιγμή που τα σημεία 0,0′ συμπίπτουν. Αν υποθέσουμε ότι οι συντεταγμένες χ, y, ζ και χ’ y’, ζ είναι συντεταγμένες ενός κινούμενου σώματος, τότε μπορούμε να καταλήξουμε στο μετασχηματισμό της ταχύτητας αν διαφορίσουμε τις εξισώσεις μετασχηματισμού ως προς το χρόνο: {Ux = U’x + U, Uy = U’y, U2 = U2}. Μια ακόμα διαφόριση δίνει {ax = α’χ, ay = α’ y, az = α’z (και επιβεβαιώνει το αναλλοίωτο της επιτάχυνσης για τους δύο παρατηρητές. Οι νόμοι της μηχανικής είναι αναλλοίωτοι κάτω από το μ.Γ., αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο και για τους νόμους του ηλεκτρομαγνητισμού. Στην περίπτωση αυτή ο μ.Γ. αντικαθίσταται από έναν άλλο μετασχηματισμό που επιτρέπει στους νόμους του ηλεκτρομαγνητισμού να είναι αναλλοίωτοι (μετασχηματισμός Λόρεντζ).
Πέθανε στο Αρτσέτρι της Φλωρεντία 1642.