Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των Ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των Ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γερακιών βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής· το ράμφος είναι κοντό, ισχυρό και κυρτό, σκεπασμένο στη βάση του από μια δερματική πτυχή, που λέγεται κηρός. Το γεράκι διαθέτει στην άνω γνάθο ένα ζευγάρι ψευδών πλευρικών δοντιών. Οι πτέρυγες, σφιχτές και μυτερές, εξασφαλίζουν ένα γρήγορο και ελαφρό πέταγμα· η ουρά είναι λεπτή· τα πόδια καταλήγουν σε τέσσερα δάχτυλα, τρία εμπρός και ένα πίσω, οπλισμένα με ισχυρούς κυρτούς γαμψόνυχες. Τα γεράκια ζουν συνήθως στα δάση και τρέφονται με μικρά θηλαστικά, πουλιά και έντομα, που τα κυνηγούν την ημέρα. Το θηλυκό γεννά 2-3 και σπανιότερα 4 αβγά μέτριου μεγέθους, με χρώμα ερυθρό ή υπέρυθρο και φαιές κηλίδες. Την ανατροφή των νεοσσών αναλαμβάνουν και οι δυο γονείς, οι οποίοι ζουν πάντοτε σε ζεύγη και κάνουν τη φωλιά τους πάνω στα δέντρα ή σε αβαθή λάκκο στη γη.
Από τα πολυάριθμα είδη των γερακιών, τα σπουδαιότερα είναι: ο μετανάστης ή πετρίτης με φτέρωμα γκριζο-θαλασσί στη ράχη και ανοιχτό με σκούρα στίγματα στην κοιλιά. Ζει στην Ευρώπη και στην Ασία, απ΄όπου μεταναστεύει, αργά το φθινόπωρο, για να διαχειμάσει στην Αφρική· κατά την αποδημία του αυτή περνάει από την Ελλάδα. Χρησιμοποιείται ύστερα από εκπαίδευση στο κυνήγι. Το ιερό γ. είναι το πιό μεγάλο και το πιο δυνατό. Έχει γκριζο-κάστανο φτέρωμα, με στίγματα λευκά στη ράχη και λευκό με πολλά σκούρα στίγματα στα κατώτερα μέρη του σώματος. Ζει στη Γροιλανδία, Ισλανδία και Σκανδιναβία. Το αφιερωμένο γεράκι έχει φτέρωμα όμοιο με το μεταναστευτικό, ζει στα Βαλκάνια, στη Μ. Ασία και στην Αίγυπτο. Το δεντρόβιο ή κορυδαλλοφάγος, που το σώμα του δεν υπερβαίνει τα 35 εκ., ζει στην Ευρώπη και στη βόρεια και κεντρική Ασία και διαχειμάζει στις νότιες περιοχές. Στην Ελλάδα είναι γνωστό απλώς ως γεράκι. Εμφανίζεται την άνοιξη και παραμένει ως το χειμώνα, οπότε μεταναστεύει στο Νότο. Έχει γαλαζόμαυρο φτέρωμα στη ράχη, ενώ στην κοιλιά είναι λευκό με μαύρα στίγματα.
Το γεράκι νάνος έχει μήκος μόνο 27-30 εκ. Πετά γρήγορα με ζικ-ζακ, όπως τα περιστέρια. Το γνήσιο ή πετροκιρκινέζι, που το σώμα του φτάνει τα 35 εκ. και οι φτερούγες του έχουν άνοιγμα περίπου 70 εκ. Η ουρά του είναι μακριά και στενή με μυτερά φτερά. Το θηλυκό έχει φτέρωμα κιτρινοκόκκινο με καστανές κηλίδες, ενώ το αρσενικό παρουσιάζει μεγαλύτερη ποικιλία χρωμάτων. Ζει μάλλον σε ανοιχτές ή λίγο δασώδεις περιοχές και παραμένει πολλές ώρες στον αέρα αναζητώντας το θήραμά του. Επειδή δεν πετά γρήγορα, δεν μπορεί να κυνηγήσει πουλιά και καταφεύγει κυρίως στα τρωκτικά, στα ερπετά και στα έντομα. Κατασκευάζει τη φωλιά του σε απόκρημνους βράχους και χρησιμοποιεί συχνά φωλιές που έχουν αφήσει άλλα πουλιά. Ζει στην κεντρική και βόρεια Ασία, στην Ευρώπη και στην Αφρική. Στην Ελλάδα βρίσκεται παντού, σε μεσογειακές περιοχές και στα νησιά και είναι γνωστό ως κιρκινέζι των βράχων. Εμφανίζεται το Φεβρουάριο και αποδημεί προς το Νότο κατά το Νοέμβριο. Το μαύρο κιρκινέζι έχει φτέρωμα μαύρο-γκριζο-γάλαζο στη ράχη και γκρίζο στις κατώτερες περιοχές του σώματος. Ζει στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη και στην Ασία και διαχειμάζει στην Αφρική. Κυνηγά κυρίως έντομα και περισσότερο ακρίδες, τόσο που μπορεί να θεωρηθεί ωφέλιμο στη γεωργία. Το γεράκι ελεονώρα ή μαύρος πετρίτης είναι από τα πιο γνωστά στην Ελλάδα όπου παραμένει όλο το χρόνο. Έχει μήκος λιγότερο από μισό μέτρο και ουρά περίπου 20 εκ. Ζει στα ερημικά νησιά του Αιγαίου και διαχειμάζει στα νοτιότερα μέρη της Ελλάδας. Τρέφεται με έντομα, εκτός από την περίοδο της επώασης, κατά τον Αύγουστο, οπότε τρώγει άλλα διαβατικά πτηνά που μεταναστεύουν.