Έλληνας αρματολός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης (Λιβάδι, Όλυμπος 1772 – Μονή Σέκου, Μολδαβία 1821). Ο Ολύμπιος – το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ταρταγκές – καταγόταν (από τη μητέρα του) από τη μεγάλη αρματολική οικογένεια των Λαζαίων και κοντά σ’ αυτούς πολέμησε για πρώτη φορά. Για ένα διάστημα οι Οθωμανοί του παραχώρησαν το αρματολίκι του Ολύμπου. Αργότερα ήρθε σε ρήξη με τον Αλή πασά των Ιωαννίνων και, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς του Ολύμπου, πέρασε στη Σερβία, όπου ενίσχυσε πρώτα τον Καραγεώργη – με τον οποίο ο Ολύμπιος έγινε και αδελφοποιτός – στον απελευθερωτικό αγώνα των Σέρβων. Στις 19 Ιουνίου του 1807 ο Ολύμπιος νίκησε ισχυρές τουρκικές δυνάμεις στη μάχη του Στούβικ και αργότερα έλαβε με επιτυχία μέρος στη μάχη της Όστροβα, κάτω από τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού Κουτούζωφ. Μετά τη μάχη αυτή οι Ρώσοι τον παρασημοφόρησαν και τον προήγαγαν στο βαθμό του συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού. Στη μάχη της Νεγκοτίνα ο Ολύμπιος πολέμησε μαζί με το Βέλκο Πέτροβιτς· ύστερα από το θάνατο του φίλου του Σέρβου βοεβόδα, ο Ολύμπιος παντρεύτηκε τη χήρα του Στάνα, από την οποία απόχτησε τρία παιδιά, τον Αλέξανδρο, το Μιλάνο και την Ευφροσύνη. Η πίστη του Ολύμπιου ότι η Ρωσία ήταν η πιθανή απελευθερώτρια της Ελλάδας, τον οδήγησε σε ενεργή συμμετοχή στη ρωσοτουρκική σύγκρουση του Βιδινίου και του εξασφάλισε την εμπιστοσύνη του τσάρου Αλέξανδρου, ο οποίος τον παρασημοφόρησε με το παράσημο της Αγίας Άννας και τον συμπεριέλαβε στη στρατιωτική του ακολουθία, παίρνοντάς τον μαζί του στο Συνέδριο της Βιέννης- εκεί ο Ολύμπιος γνώρισε για πρώτη φορά τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, με τον οποίο θα συνεργαστεί αργότερα στενά στην επανάσταση της Μολδοβλαχίας. Στα τέλη του 1816 ή στις αρχές του 1817 ο Ολύμπιος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από το Γεώργιο Λεβέντη, ορίστηκε ως μέλος των «Δώδεκα Αποστόλων» και ανάλαβε ως τομέα της δράσης του τη Σερβία, όπου πραγματικά παρουσίασε σημαντική δραστηριότητα: μύησε τον Καραγεώργη και τον Έλληνα γραμματέα του Ναούμ Καρνάρη (Μάιος 1817) και κατόρθωσε να εξασφαλίσει την επίσημη συμμετοχή του Σέρβου ηγεμόνα στην εκτέλεση κοινών αντιτουρκικών επαναστατικών ενεργειών Ελλήνων και Σέρβων. Η ελληνοσερβική αυτή συνεργασία ματαιώθηκε μετά τη δολοφονία του Καραγεώργη από το βοεβόδα Βοΐτσα Βουλίτσεβιτς, ύστερα από συνωμοσία του Μίλος Οβρένοβιτς.
Ο ενθουσιασμός του Ολύμπιου για την προετοιμαζόμενη ελληνική εξέγερση και η αδημονία του για την αναβαλλόμενη έναρξή της τον παρέσυραν, ύστερα από τις ενέργειες του ανήσυχου Παπαφλέσσα, στη σύναψη μυστικής συμφωνίας με αυτόν και με τον Ιωάννη Φαρμάκη, για την από κοινού κήρυξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, στη Ρούμελη και στην Πελοπόννησο. Η εκτέλεση της συμφωνίας αυτής αποτράπηκε έγκαιρα, ύστερα από παρέμβαση της Φιλικής Εταιρείας (Αναγνωστόπουλος).
Με την έναρξη της επανάστασης στο Ιάσι, ο Ολύμπιος διορίζεται από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αρχηγός των ατάκτων και λίγο αργότερα γενικός διοικητής των επαναστατικών δυνάμεων του Δραγατσανίου. Μετά την αποτυχία του κινήματος ο Ολύμπιος ανάλαβε να οδηγήσει τον Υψηλάντη στα αυστριακά σύνορα και αργότερα να απασχολήσει, με άτακτο πόλεμο, τουρκικές δυνάμεις στα βόρεια της Μολδοβλαχίας. Μαζί με το συμπατριώτη του (από το Βλάτσι της Δ. Μακεδονίας) Ιωάννη Φαρμάκη και 250 περίπου ιερολοχίτες και με άλλους οπλαρχηγούς, αποσύρθηκε στα Καρπάθια και, ύστερα από περιπετειώδεις καταδιώξεις, οχυρώθηκε στη μονή Σέκου, στο Νεάμτς της Μολδαβίας, όπου, αφού αμύνθηκε απεγνωσμένα, έβαλε φωτιά στην πυριταδαποθήκη και ανατινάχτηκε, μαζί με εφτά ακόμα συντρόφους του, στον αέρα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821.