Ποιητής και λαογράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1859 και πέθανε στην Κηφισιά το 1951. Η οικογένειά του καταγόταν από το Μεσολόγγι. Φοίτησε (1885) στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Αθήνας και μετά παρακολούθησε νεώτερη φιλολογία στη Λιψία, Δρέσδη και Βερολίνο. Από τις πρώτες ποιητικές του συλλογές αυτής της περιόδου (Ιστοί Αράχνης, 1880 και Σταλακτίται, 1881) φάνηκε ότι βρισκόταν σε αντίθεση με το ρομαντισμό και την καθαρεύουσα της σχολής του Αχιλλέα Παράσχου. Η παραμονή του στο εξωτερικό δεν του άφησε ίχνη ευρωπαϊκής επίδρασης. Γυρίζοντας στην Ελλάδα, ανάπτυξε πλούσια και πολυσχιδή πνευματική δράση. Διεύθυνε (από το 1891) το περιοδικό Εστία που αργότερα έγινε απογευματινή εφημερίδα. Το 1922 ίδρυσε το Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος. Διεύθυνε επίσης το «Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων» και στη σειρά αυτή έχει εκδώσει (1901 – 1907) έξι μελέτες εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου. Υπηρέτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα σαν ανώτερος υπάλληλος στο υπουργείο Παιδείας (1908 – 1924).
Τελευταία ήταν τμηματάρχης στο Τμήμα Γραμμάτων και Τεχνών. Όταν ιδρύθηκε η Ακαδημία Αθηνών ο Δροσίνης εκλέχτηκε μέλος από τους πρώτους. Παράλληλα συνέχισε τη λογοτεχνική του παραγωγή με άφθονες ποιητικές συλλογές, διηγήματα και μυθιστορήματα. Στο έργο του, και ιδιαίτερα στο ποιητικό, κάτω από την επίδραση του Νικολάου Πολίτη και μακριά από ξένες επιδράσεις, αντλεί τις εμπνεύσεις του από τις πηγές της εθνικής ζωής (δημοτικό τραγούδι και λαϊκή παράδοση). Το ύφος του διακρίνεται για τη φυσικότητα στην έκφραση και την επεξεργασία της μορφής. Ο Δροσίνης, αν και συνοδοιπόρος αρχικά με τον Κωστή Παλαμά, αποσπάστηκε αργότερα και παράμεινε συγκρατημένος, επιφυλακτικός και δίχως την έξαρση εκείνου, τόσο στη μορφή της ποίησής του όσο και στο περιεχόμενο της.