Σαν σήμερα 14 Αυγούστου του 1851 στον Πύργο της Τήνου γεννήθηκε ο Έλληνας γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. κι από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που ήθελε να τον κάνει έμπορο. Τελικά όμως κατορθώνει να κάμψει την πατρική αντίδραση και το 1869/70 έρχεται στην Αθήνα, γράφεται στο Πολυτεχνείο και σπουδάζει γλυπτική με δάσκαλο το νεοκλασικιστή Λεωνίδα Δρόση· ένα έργο μάλιστα της σπουδαστικής του περιόδου, το «Κεφάλι σατύρου», βραβεύεται. Τελειώνοντας το Πολυτεχνείο παίρνει υποτροφία από το Ίδρυμα της Ευαγγελίστριας της Τήνου για να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό και πάει όπως όλοι σχεδόν οι Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής αυτής, στο Μόναχο (1873) όπου παρακολουθεί με μεγάλη επιτυχία – και παρά τις δυσκολίες που θα συναντήσει τα τελευταία χρόνια – τα μαθήματα του κλασικιστή Βίντνμαν. Στην Αθήνα θα επιστρέψει το 1876· αλλά η φήμη του ως ταλαντούχου καλλιτέχνη είχε φτάσει νωρίτερα κι έτσι στο εργαστήριο που ανοίγει δέχεται αρκετές παραγγελίες. Συγχρόνως όμως αρχίζει να τον προσβάλλει και η ψυχική αρρώστια, που θα τον ταλανίσει εικοσιπέντε περίπου χρόνια και θα σφραγίσει ανεξίτηλα τη ζωή και το έργο του. Όταν τελείωνε την «Κοιμωμένη» (1878 – 80) και ενώ εργαζόταν με πάθος σ’ ένα θέμα, που τον απασχόλησε σε όλη του τη ζωή, τη «Μήδεια που σκοτώνει τα παιδιά της», εντείνουν τα συμπτώματα της αρρώστιας του και οι συγκρούσεις του με το περιβάλλον (ήδη ενώ ακόμα δούλευε την «Κοιμωμένη» είχε σπάσει το πρόπλασμα, ύστερα από μια σύγκρουσή του με την οικογένεια που του το είχε παραγγείλει). Δεν μπορεί πια να δουλέψει πάει στην Τήνο να ξεκουραστεί, ταξιδεύει και στο εξωτερικό, περνάει δέκα χρόνια ταλαιπωρίας και απελπισίας (αποπειράθηκε ακόμα και να αυτοκτονήσει) τελικά εισάγεται στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας (11-7-1888) από όπου θα βγει ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια (6-6-1902) με τη διάγνωση «άνοια»! Με την έξοδό του επιστρέφει πάλι στη γενέτειρά του, όπου, παρά την αποδιοργάνωση της προσωπικότητάς του, κάνει αδύναμες προσπάθειες να εργαστεί: τον εμποδίζει όμως η μητέρα του, που πιστεύει πως η αιτία της αρρώστιας του είναι η γλυπτική: ό,τι φτιάξει του το σπάει. Έτσι, ο τόσο αναγνωρισμένος στα νιάτα του καλλιτέχνης, γερασμένος εξηντάρης τώρα ξεχασμένος στο χωριό του, «μπάρμπα- Γιαννούλης» πια, κάνει θελήματα, κουβαλάει νερό από τη βρύση του χωριού, βόσκει λίγα πρόβατα και μαζεύει αποτσίγαρα από τους δρόμους. Με το θάνατο της μητέρας του (1916) ξαναρχίζει τη δουλειά και συγχρόνως αρχίζει να αποκαθίσταται σιγά-σιγά και η ψυχοδιανοητική του υγεία · η τέχνη έγινε ίσως ένα είδος αυτοθεραπείας. Με το πέρασμα του καιρού η κατάστασή του βελτιώνεται και η ψυχική του υγεία σχεδόν αποκαθίσταται. Η είδηση θα φτάσει κάποτε και στην Αθήνα, που τον είχε τελείως αγνοήσει σε όλη αυτή την τραγική περίοδο. Η Σχολή Καλών Τεχνών στέλνει το 1925 στην Τήνο το γλύπτη Θ. Θωμόπουλο για να δει τι γίνεται, κι αυτός επιστρέφει φέρνοντας μαζί του άμετρο ενθουσιασμό για το έργο του Χαλεπά κι αρκετά δείγματα της δουλειάς του. Η Ακαδημία Αθηνών τα εκθέτει στην αίθουσα της και το 1927 του απονέμει το Αριστείο Γραμμάτων και Καλών Τεχνών. Τον Οκτώβριο του 1930 ο Χαλεπάς, έρχεται και εγκαθίσταται στην Αθήνα κοντά σε στοργικούς συγγενείς, όπου βρίσκει την ηρεμία που τόσο του είχε λείψει και εργάζεται ως το θάνατό του.
Το έργο του Χαλεπά, δραματικό και μεγαλειώδες στην ανθρώπινη πλευρά του, χωρίζεται σε δύο κύριες περιόδους: ως την αρρώστια του και ύστερα από αυτήν.
Στην πρώτη περίοδο (1870 – 1878) ο Χαλεπάς εργάζεται μέσα στα πλαίσια του κλασικισμού, με κάποια ρομαντική διάθεση. Καλύτερο έργο της περιόδου αυτής θεωρείται η περίφημη «Κοιμωμένη», ενώ εξίσου αξιόλογα ο «Σάτυρος παίζων με τον Έρωτα» (1877, Εθνική Πινακοθήκη), «Η φιλοστοργία» (Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου) και είκοσι περίπου ακόμα έργα. Στα έργα της περιόδου αυτής ο Χαλεπάς, με τη δύναμη του πλαστικού του ταλέντου, ξεπερνά τη συμβατικότητα και την ψυχρότητα του κλασικιστικού ακαδημαϊσμού, κάνει τρυφερή την επιδερμίδα των αγαλμάτων του, εμψυχώνει το μάρμαρο και σε πολλά πλησιάζει τα ιδανικά του αρχαία πρότυπα
Η δεύτερη περίοδος, που θα ακολουθήσει μετά το τραγικό διάλειμμα σιωπής, που του επέβαλε η αρρώστια και ίσως το παράτεινε η αγνόηση, χωρίζεται σε δύο φάσεις: της Τήνου (1918 – 1930) και της Αθήνας (1931 – 1938). Το θαυμαστό είναι πως ο καλλιτέχνης δουλεύει τώρα σε μια άλλη τεχνοτροπία· είναι ένας νέος γλύπτης. Τον απασχολούν και τώρα θέματα που τον απασχόλησαν σε όλη του τη ζωή (Μήδεια, Οιδίπους, προτομές κ.ά.), αλλά επίσης και νέα θέματα· εργάζεται κυρίως σε πηλό, αλλά με διαφορετική συνθετική αντίληψη και σύλληψη του πλαστικού όγκου· στο ίδιο έργο, π.χ. στις όψεις μιας προτομής, πλάθονται δύο διαφορετικά πρόσωπα. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στις συνθέσεις. Αλλά η μορφή είναι στέρεη, τα επίπεδα καθαρά, οι ανατομικές λεπτομέρειες απλοποιούνται, τα διάφορα μέλη του σώματος ανάγονται σε γεωμετρικούς όγκους, χωρίς να απομακρύνονται από τη φυσική μορφή τους. μ΄ όλη σύνθεση οργανώνεται με μια ελευθερία που θυμίζει ανάλογες λύσεις της μοντέρνας τέχνης, οποία γεννιέται περίπου την εποχή που ο Χαλεπάς. είναι βυθισμένος στο χάος της αρρώστιας. Από τα μεγαλύτερα έργα της δεύτερης αυτής περιόδου είναι η «Αναπαυόμενη » (Εθνική Πινακοθήκη), για την οποία ο ίδιος ο καλλιτέχνης πίστευε πως ήταν καλύτερη από την «Κοιμωμένη». Πολλά από τα έργα της περιόδου της Τήνου, που φυλάσσονται στο Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών της Ευαγγελίστριας Τήνου, είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την παρακολούθηση της πορείας του καλλιτέχνη, ο οποίος αποτελεί σπάνια περίπτωση τραγικής αλλά μεγαλειώδους πάλης του ταλέντου με τις σκοτεινές δυνάμεις της ψυχικής αρρώστιας, από την οποία η δημιουργική και μορφοποιητική δύναμη της ψυχής του Χαλεπά βγήκε όχι μόνο νικήτρια, αλλά ολοκληρωτικά ανανεωμένη.
Πέθανε στην Αθήνα το 1938.
Μερικά από τα έργα του….