Έλληνας φιλόσοφος, γεννήθηκε στα Αβδηρα, γύρω στο 460 π.Χ. – και πέθανε γύρω στο 370 π.Χ.). Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη και του Πρωταγόρα. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι αβέβαιες. Κατά την παράδοση, υπήρξε μακροβιότατος και πολυταξιδεμένος. Είχε δεχτεί τη διπλή επίδραση του ελληνικού και ανατολικού πνεύματος. Φαίνεται ότι είχε ταξιδέψει στην Αίγυπτο, στη Βαβυλώνα, καθώς και στις Ινδίες όπου γνώρισε τους γυμνοσοφιστές (Ινδούς ασκητές), και ότι γύρισε στην πατρίδα του πλούσιος μόνο σε εμπειρίες, και έζησε χάρη στη γενναιοδωρία του αδελφού του. Η παράδοση τον παρουσιάζει να γελάει με το καθετί, με απτόητη καλή διάθεση.
Η σκέψη του μας είναι γνωστή από τους σχολιαστές του. Του αποδίδεται η συγγραφή ενός Μικρού διακόσμου, δηλαδή κοσμολογίας, αντίστοιχου προς το Μέγαν διάκοσμον του Λεύκιππου. Είναι όμως αδύνατο να καθοριστεί η ειδική συμβολή του Λεύκιππου ή του Δημόκριτου στη διαμόρφωση της «ατομικής» φιλοσοφίας. Οπωσδήποτε οι μεταγενέστεροι συνταύτισαν την «ατομική» σχολή με το Δημόκριτο.
Στη διδασκαλία του ο Δημόκριτος δίνει νέα όψη στις ελεατικές θέσεις, τροποποιώντας αυτές με ριζικό τρόπο. Δέχεται ότι το ον είναι τόσο υπαρκτό, όσο και το μη ον. Το ον είναι ύλη αδιαίρετη, «άτομο» (ά-τομο = αυτό που δεν τέμνεται).
Δεν είναι όμως ένα, όπως δίδασκε ο Παρμενίδης, αλλά πολλά. Τα υλικά αυτά άτομα είναι το ον, το «πλήρες», ενώ το μη ον είναι το «κενό» που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα άτομα και επιτρέπει την κίνηση της. Τα άτομα είναι άπειρα στον αριθμό, χωρίς ποιοτική διαφορά, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στη μορφή, στην τάξη, στη θέση ή στο μέγεθος. Κινούνται και συμπλέκονται μεταξύ τους και σχηματίζουν τα διάφορα όντα που μας είναι γνωστά. Η κίνηση αυτή υπακούει σε καθαρά μηχανικούς νόμους είναι μετατόπιση χωρίς καμιά αρχή σκοπιμότητας. Η φύση της κίνησης είναι η γενική μηχανική ερμηνεία του κόσμου είναι αναπόφευκτη συνέπεια της έλλειψης ποιοτικών διαφορών μεταξύ των υλικών ατόμων. Οι διάφορες δυνατές συναντήσεις των ατόμων είναι: απλή επαφή, κρούσεις, απώσεις ή προσμείξεις, τέλος η στροβιλιστική περιδίνηση από την οποία προκύπτουν τα σώματα. Η ελαφρότερη ύλη κινείται προς τα πάνω και σχηματίζει τον ουρανό, τη φωτιά, τον αέρα ενώ η βαρύτερη αποτελεί τη γη. Με παρόμοιο τρόπο εξηγεί ο Δημόκριτος και τα ανθρώπινα, βιολογικά ή ψυχολογικά φαινόμενα. Ο άνθρωπος, όπως και τα ζώα, βγήκε από το λειμώνα της γης. Το σώμα του ερμηνεύεται μ’ ένα καθαρό μηχανικό τρόπο, αλλά και η ψυχή του αποτελείται από μια πολύ λεπτή ύλη, ή σωστότερα, προκύπτει από την κίνηση αυτής της ύλης. Καν ο κόσμος στο σύνολο του παρομοιάζεται με κάτι το ζωντανό, που έχει ψυχή, το «θείον», που με τη σειρά του προκύπτει από την κινούμενη ύλη. Οι αισθήσεις εξηγούνται από φυσικές επαφές: υλικές εικόνες (είδωλα, δείκελα), που βγαίνουν σαν απορροές από τ’ αντικείμενα, διαμορφώνουν κατά το σχήμα τους τον αέρα, ο οποίος έρχεται σε επαφή με τις απορροές που βγαίνουν από το μάτι μας. Έτσι «το όμοιον διά του ομοίου» γνωρίζεται. Ωστόσο ο Δημόκριτος δε θεωρεί ασφαλή την αισθητηριακή γνώση και σ’ αυτό συμπίπτουν οι απόψεις του με των σκεπτικιστών. Αντίθετα όμως προς αυτούς, δέχεται το κύρος της λογικής γνώσης, που είναι σωστή αν η ψυχή με τις κινήσεις που νοιώθει φτάνει στη σωστή θερμοκρασία. Στη λογική γνώση του καλού, που θέτει την ειρήνη της ψυχής και την αρμονία της πάνω από την ηδονή και τον πόνο, στηρίζει ο Δημόκριτος και την ηθική του και θεμελιώνει έναν ευδαιμονισμό υψηλό, που στηρίζεται στην ηθική αυτονομία του λογικού. Οι θέσεις του Δημόκριτου ενέπνευσαν αργότερα τη φιλοσοφία του Επίκουρου και του Λουκρητίου. Ο Νίτσε θεώρησε το Δημόκριτο σαν τον πρώτο χειραφετημένο άνθρωπο από το φόβο των θεών και σαν πρότυπο της αρχαίας ελληνικής μακαριότητας.