Ηπειρώτης οπλαρχηγός του 1821. Αρχικά υπηρέτησε ως τζοχαντάρης στην Αυλή του Αλή Πασά και έπειτα διακρίθηκε ως αρματολός στη Θεσσαλία. Διωγμένος από το Γιουσούφ Αράπη, πήγε στο βιλαέτι της Ρούμελης και από κει πέρασε στη Βλαχία, όπου, με την υποστήριξη των Τζαράνων (γαιοκτημόνων), διορίστηκε Κιρσιρδάρης. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από το Γεωργάκη Ολύμπιο και σαν θερμός πατριώτης που ήταν πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στη προπαρασκευή της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Πήρε μέρος στις μάχες εναντίον του Βλαδιμηρέσκου και βοήθησε στη σύλληψή του. Εκείνη την περίοδο πάντως δεν έδειχνε και μεγάλο ζήλο στον αγώνα εναντίον των Τούρκων εξαιτίας του έρωτα που του είχε εμπνεύσει ωραία Ρουμανίδα σύζυγος του, που τον παρακινούσε να βρίσκεται συνεχώς κοντά της. Μετά τη καταστροφή του Δραγατσανιού ο Υψηλάντης τον έστειλε στη μονή της Βίστριτσας από όπου, με την οικογένειά του, και ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα, πήγε στη μονή της Κότζιας. Εκεί βρήκε αρκετά πολεμοφόδια καθώς και δύο κανόνια και άρχισε αμέσως την οργάνωση της άμυνας της μονής. Λίγο αργότερα οι Τούρκοι έζωσαν τη μονή και επί δύο ημέρες πολεμούσαν σκληρά να την καταλάβουν. Τη τρίτη ημέρα έφτασαν εκεί ο Σαρίκογλου με τον προδότη Σάββα Φωκιανό, οι οποίοι, γνωρίζοντας το χαρακτήρα του Σερδάρη, τον κάλεσα σε νυχτερινή μυστική συνάντηση στην οποία τον έπεισαν να παραδοθεί αφού του υποσχέθηκαν ότι όχι μόνο θα του χαριστεί η ζωή αλλά και ότι θα διατηρήσει και στο μέλλον το αξίωμά του. Έτσι οι περισσότεροι συμπολεμιστές του δολοφονήθηκαν στην έξοδο, ενώ ο ίδιος και η οικογένειά του οδηγήθηκαν στη Κωνσταντινούπολη, όπου και αποκεφαλίστηκαν.