Κοντά στο χωριό Δωδώνη του νομού Ιωαννίνων βρίσκεται η περιοχή της αρχαίας Δωδώνης, κέντρο λατρείας του Δία, με περίφημο μαντείο. Η περιοχή απέχει 22 χλμ. από τα Ιωάννινα και βρίσκεται σε μια κλειστή στενόμακρη κοιλάδα, στους πρόποδες του όρους Τόμαρος, σε υψόμετρο 600 μ.
Σχετικά με την ίδρυση του μαντείου της Δωδώνης ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι άκουσε από τους ιερείς του Δία της αιγυπτιακής Θήβας, πως τα μαντεία της Δωδώνης και της Λιβύης ιδρύθηκαν από δύο ιέρειες που άρπαξαν οι Φοίνικες από τη Θήβα.
Οι ιερείς όμως του Δωδωναίου Δία διηγούνταν ότι δύο μαύρα περιστέρια, που ξεκίνησαν από τη Θήβα, καθιέρωσαν τη λατρεία του Δία στη Λιβύη και στη Δωδώνη Το περιστέρι, που έφτασε στη Δωδώνη, κάθισε επάνω σε μια φηγό (οξιά) και είπε με ανθρώπινη λαλιά ότι έπρεπε να ιδρυθεί εκεί το μαντείο του Δία.
Όπως έδειξε η αρχαιολογική έρευνα, στο χώρο του ιερού υπήρχε ήδη από την 3η π.Χ. χιλιετία, λατρεία της θεάς Γης. Τα ελληνικά φύλα, που εγκαταστάθηκαν εκεί στην αρχή της 2ης π.Χ. χιλιετίας, έφεραν μαζί τους και τη λατρεία της ιερής φηγού. Οι δύο αυτές λατρείες, της προσωποποιημένης, κατά τις θρησκευτικές αντιλήψεις των προελληνικών φύλων του αιγιακού χώρου, θεάς Φύσης, και η απρόσωπη λατρεία της φηγού συνυπήρχαν ως το 14ο – 13ο π.Χ. αιώνα, οπότε καθιερώθηκε, φερμένη πιθανότατα από τη Θεσσαλία, η λατρεία της πατριαρχικής θεότητας, του Πελασγικού Δία. Τότε συνέβη ένας αξιοσημείωτος συγκερασμός των τριών στρωμάτων λατρείας, με αποτέλεσμα η Γη να γίνει, η θεϊκή σύζυγος του Δία με το όνομα Διώνη και το ιερό δέντρο να θεωρηθεί κατοικία του ζευγαριού. Η θεϊκή παρουσία, όπως πίστευαν οι αρχαίοι, εκφραζόταν με το προφητικό ψιθύρισμα των φύλλων της φηγού και με τις φωνές των πουλιών που κάθονταν στα κλαδιά της.
Όταν κάποτε ο Ελλάς, επώνυμος του προϊστορικού φύλου των Σελλών ή Ελλών, που κατοικούσε κοντά στη Δωδώνη, θέλησε να κόψει το ιερό δέντρο (σύμφωνα με μια άλλη παράδοση ήταν ο βοσκός Μανδύλος, που ήθελε να κόψει το δέντρο γιατί φανέρωσε κάποια κλοπή του) πρόβαλε από το φύλλωμα της φηγού ένα περιστέρι και εμπόδισε την ανόσια πράξη του.
Και η αρχική λατρεία της Γης, αλλά και οι νεώτερες λατρείες της φηγού και του Δία τελούνταν στο ύπαιθρο, κάτω από το ιερό δέντρο, στις ρίζες του οποίου, κατά τον Ησίοδο, κατοικούσε ο Δίας (Ζεύς). Κοντά στη φηγό βρίσκονταν οι καλύβες των ιερέων του Δία (των υποφητών ή Σελλών), που διατηρούσαν την πανάρχαια λατρευτική συνήθεια να κοιμούνται καταγής και να μη πλένουν τα πόδια τους· στοιχεία που μαρτυρούν το χθόνιο χαρακτήρα της αρχικής λατρείας στη Δωδώνη. Οι ανυπόδητοι Σελλοί βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τη μάνα – Γη κι ένοιωθαν τα μηνύματά της. Αργότερα καταλάβαιναν τη θέληση του Δία από το θρόισμα των φύλλων της ιερής φηγού και ερμηνεύοντας το πέταγμα των περιστεριών έδιναν απαντήσεις στα ερωτήματα των ανθρώπων.
Τον 8ο π.Χ. αι. τοποθετήθηκαν γύρω από τη φηγό χάλκινοι τρίποδες, που υποβάσταζαν λέβητες, οι οποίοι εφάπτονταν ο ένας με τον άλλο. Ο ήχος που παρήγαν οι λέβητες προστάτευε, όπως πίστευαν οι αρχαίοι, την ιερότητα του χώρου και φανέρωνε στους ιερείς τη θέληση του θεού.
Μόλις στις αρχές του 4ου π.Χ. αι. το ιερό του Δία απόκτησε τον πρώτο μικρό ναό του, που χτίστηκε κοντά στην ιερή φηγό για να δεχτεί τα αφιερώματα των πιστών. Κατά τα μέσα περίπου του ίδιου αιώνα κατασκευάστηκε ένας χαμηλός ισοδομικός περίβολος, που περιέβαλε το δέντρο και το ναό. Τότε τοποθετήθηκε στο τέμενος και το γνωστό από τις αρχαίες πηγές ανάθημα των Κερκυραίων: επάνω σ’ έναν κιονίσκο ήταν στημένο ένα χάλκινο άγαλμα παιδιού, που κρατούσε επάνω από ένα χάλκινο λέβητα ένα αλυσιδωτό μαστίγιο από χάλκινους αστραγάλους. Καθώς φυσούσε ο άνεμος, οι αλυσίδες του μαστιγίου χτυπούσαν επάνω στο λέβητα και παρήγαν ένα ήχο, που βοηθούσε τους ιερείς να χρησμοδοτήσουν.
Ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος (297-272 π.Χ.) προσπάθησε να δώσει καινούρια αίγλη στο παλιό ιερό της Δωδώνης. Καθιέρωσε την ανά τετραετία τέλεση εορτών των Ναΐων, που περιλάμβαναν μουσικούς, δραματικούς και γυμνικούς αγώνες, και κόσμησε το ιερό με νέα κτίσματα. Ύψωσε τους τοίχους του περιβόλου, που περιέκλειε το ναό και τη φηγό και κατασκεύασε εσωτερική στοά με ιωνική κιονοστοιχία στις τρεις πλευρές του, εκτός από την ανατολική, όπου βρισκόταν η φηγός. Την ίδια εποχή χτίστηκε ο μικρός ναός της Διώνης και ο δωρικός ναός του Ηρακλή και κατασκευάστηκε ένα μεγάλο θέατρο προορισμένο για να περιλάβει 18.000 θεατές, με λίθινη σκηνή και ξύλινο προσκήνιο.
Το 219 π.Χ. εισέβαλαν οι Αιτωλοί στη Δωδώνη, πυρπόλησαν τα κτίρια του ιερού και κατάσκαψαν το μαντείο, γιατί, σύμφωνα με την πληροφορία του ιστορικού Πολύβιου, επιθυμία των νικητών ήταν ν’ αφανιστούν όλες οι συνθήκες Ηπειρωτών και Αιτωλών, που ήταν χαραγμένες στους τοίχους του ναού. Στην πραγματικότητα όμως φαίνεται ότι αποφύγανε να κάψουν το μαντείο για να μη μεταδοθεί η φωτιά και στο ιερό δέντρο.
Τον επόμενο χρόνο (218 π.Χ.), ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε’ και οι Ηπειρώτες ανοικοδόμησαν το ιερό της Δωδώνη Εκεί όπου βρισκόταν άλλοτε ο μικρός ναός του Δία χτίστηκε ένας ιωνικός ναός με πρόναο, σηκό και άδυτο. Γύρω από το ναό κατασκευάστηκε ένας νέος περίβολος με εσωτερικές κιονοστοιχίες και ένα πρόπυλο στη νότια πλευρά του. Ανοικοδομήθηκαν επίσης και οι ναοί της Διώνης και του Ηρακλή και ανάμεσα στο ιερό και στο θέατρο χτίστηκε μια μεγάλη υπόστυλη αίθουσα με δύο στοές που χρησίμευε για τις πολιτικές συγκεντρώσεις ή και για κατάλυμα των προσκυνητών.
Το θέατρο επισκευάστηκε και κατασκευάστηκε και ένα στάδιο με λίθινα εδώλια στις δυο μακρές του πλευρές. Ένας ψηλός ισοδομικός περίβολος περιέκλεισε ολόκληρο το χώρο του ιερού.
Στους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης (168 πΧ) το ιερό της Δωδώνης καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε μόλις το 31 π.Χ. από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο ύστερα από τη νίκη του στο Ακτιο. Τότε μετατράπηκε και η ορχήστρα του θεάτρου σε αρένα, για να τελούνται οι θηριομαχίες, το δημοφιλές θέαμα της εποχής-
Και στα τελευταία χρόνια της αρχαιότητας το πανάρχαιο μαντείο εξακολουθούσε να εμπνέει το σεβασμό: ο φίλος της ελληνικής παράδοσης αυτοκράτορας Αδριανός επισκέφτηκε το 120 μ.Χ. ως προσκυνητής τη Δωδώνης και ο πιστός στην παλιά θρησκεία Ιουλιανός ζήτησε το 362 μ.Χ., πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία εναντίον των Πάρθων, τη συμβουλή του μαντείου.
Τέλος, το 391 μ.Χ. κόπηκε και το ιερό δέντρο από το βέβηλο χέρι κάποιου Ιλλυριού και το ιερό εγκαταλείφθηκε. Επάνω στα ερείπια του χτίστηκαν οι δυο βασιλικές του 5ου και του 6ου αι. Οι επιδρομές των βαρβάρων ολοκλήρωσαν την καταστροφή του ιερού· οι κάτοικοι της Δωδώνης καταφύγανε στα βουνά ή εγκαταστάθηκαν στην Εύροια, που αργότερα μετονομάστηκε σε Ιωάννινα.