Γενική ονομασία για διάφορα πουλιά της οικογένειας των Αρδεϊδών. Διακρίνονται από τα άλλα Καλοβατικά (μακρύλαιμα και μακροπόδαρα, όπως π.χ. οι πελαργοί και οι γερανοί), γιατί διατηρούν το μακρύ λαιμό αναδιπλωμένο και κατά την πτήση. Γενικά δε θηρεύονται γιατί το κρέας τους έχει δυσάρεστη γεύση. Ένα από τα πιο γνωστά είδη είναι ο ερωδιός ο τεφρόχρους (ardea cinerea)· έχει φτέρωμα λευκό στην κοιλιά και γκρίζο – τεφρό στη ράχη. Οι πτέρυγες και το λοφίο της κεφαλής είναι μαυριδερά· το ράμφος μακρύ, ισχυρό, κίτρινο, με οδοντωτά χείλη, είναι κατάλληλο για να αρπάζει υδρόβια ζώα, όπως ψάρια, βατράχια και μαλάκια. Συναντιέται σε πολλές περιοχές της Ευρασίας και της Αφρικής κατασκευάζει τη φωλιά του στα δέντρα κοντά σε έλη, τέλματα και ποταμούς. Ο ερωδιός ο λευκός, μεγαλύτερος, ζει κυρίως στη δυτική και νότια Ρωσία, στη Ρουμανία και Ουγγαρία· από την Ελλάδα διαβαίνει κατά την περίοδο της μετανάστευσης. Τα μακριά, μαλακά λευκά φτερά του χρησιμοποιούνται συχνά σαν στολίδια σε γυναικεία καπέλα και ονομάζονται εγκρέτες από το όνομα ενός γένους ερωδιών.
Ένας ερωδιός που ζει στην Αφρική, στην Αμερική και στις νότιες περιοχές της Ευρασίας συνοδεύει τα βοοειδή στις βοσκές τους για να τρέφεται από τα παράσιτα που φωλιάζουν στο τρίχωμά τους.
Ο ερωδιός ο νυκτοκόραξ, που ονομάζεται έτσι από το σχήμα του σώματος και τις νυχτόβιες συνήθειές του, ζει στη δυτική Γαλλία και στην Ισπανία και διαχειμάζει συνήθως στη Σικελία και Σαρδηνία.
Ο ερωδιός ο ερυθρός οφείλει το όνομά του στο ερυθρωπό χρώμα του φτερώματος που έχει στο κεφάλι, στο λαιμό και στο στήθος. Ζει στις θερμές περιοχές της Ευρασίας και τρέφεται κυρίως με ψάρια.