Κληρικός και λόγιος. Γεννήθηκε στο Κόρθιο της Ανδρου το 1801 και σε ηλικία δώδεκα χρονών έγινε μοναχός στην εκεί μονή των Τρομαρχίων.
Εκπαιδεύτηκε πρώτα στη σχολή της Αγίας Τριάδας, που άκμαζε τότε στο Κόρθιο, και έπειτα στο λύκειο των Κυδωνιών. Στην Κυδωνιά έμεινε 8 χρόνια, αλλά το 1821 με την έναρξη της Επανάστασης, η σχολή διαλύθηκε και ο Μαθάς αναγκάστηκε να καταφύγει στα Ψαρά και από εκεί στην Άνδρο. Ακολούθησε έπειτα τον επίσκοπο Καρύστου Νεόφυτο, στην εκστρατεία του κατά των Τούρκων της Καρύστου και μετά την αποτυχία της εκστρατείας, γύρισε και πάλι στην Άνδρο και δίδαξε στη σχολή της Αγίας Τριάδας (1823-1827).
Αργότερα, διατέλεσε διευθυντής της Σχολής της Νάξου και στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον αδελφό του, αρχιμανδρίτη Διονύσιο. Στην Κωνσταντινούπολη έγραψε το έργο Κατάλογος ιστορικός των πρώτων επισκόπων και των εφεξής πατριαρχών της εν Κωνσταντινουπόλει αγίας και μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Το 1833, ο Μαθάς πήγε στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα του τότε νεοσύστατου ελληνικού κράτους, όπου έγινε αρχιδιάκονος της αρχιεπισκοπής Αργολίδας και το 1837 προβιβάστηκε σε τοποτηρητή Κορίνθου. Από το 1841 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και δημοσίευσε το έργο του Απάντησις αναιρετική προς την αυτοσχέδιον διατριβήν τον Μισαήλ Αποστολίδου περί αρχής και εξουσίας των Πατριαρχών καθώς και το Ιερογραφικόν απάνθισμα.
Αργότερα, έγινε γραμματέας της συνόδου και, τέλος, το 1860, χειροτονήθηκε επίσκοπος Θήρας. Παράμεινε στο αξίωμα αυτό, ως το θάνατο του, ο οποίος ήρθε το 1877 στην Αθήνα.Έγραψε επίσης ποιήματα δακτυλικά και ιαμβικά, ηρωελεγεία και επιτύμβια και παράφρασε σε ομοιοκατάληκτους στίχους τρεις τραγωδίες του Ευριπίδη, τρεις του Σοφοκλή, δύο κωμωδίες του Αριστοφάνη και τέσσερα ειδύλλια του Θεόκριτου. Έγραψε επίσης μια συλλογή εκκλησιαστικών κανόνων, και φιλοτέχνησε ένα απάνθισμα του Ψαλτηριού.