του 1904, γεννήθηκε στις Κυδωνιές-Αιβαλί-, Μ. Ασία, ο Έλληνας πεζογράφος συγγραφέας και ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης.
Η οικογένειά του γνώρισε το δράμα του διωγμού από τα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου: ο πατέρας του και μια αδελφή του όμηροι των Τούρκων· αυτός, η μητέρα του και άλλα παιδιά φυγάδες στη Μυτιλήνη (όπου τελειώνει το γυμνάσιο). Η οικογένεια ξαναμαζεύεται στο Αιβαλί το 1919 και μένει εκεί ως το1922, οπότε ο Βενέζης γνωρίζει και ο ίδιος την ομηρία, μετά την οποία καταφεύγει στη Μυτιλήνη, όπου δημοσιεύει τις πρώτες συνέχειες του χρονικού της ομηρίας του Νούμερο 31328, στην εφημερίδα Καμπάνα. Στην ίδια εφημερίδα δημοσίευσε κι ο Μυριβήλης, επί κεφαλής τότε μιας ομάδας ελπιδοφόρων νέων λογοτεχνών, ο οποίος ενθάρρυνε το Βενέζη στα πρώτα του βήματα.
Στην Αθήνα ο Βενέζης ήρθε το 1932. Τότε διορίστηκε στην Τράπεζα Ελλάδας. Στην κατοχή τον φυλάκισαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι. Χρημάτισε επανειλημμένα Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και το 1957 έγινε ακαδημαϊκός.
Το πρώτο βιβλίο του Βενέζη ήταν μια συλλογή διηγημάτων (Ο Μανώλης Λέκας, 1928) και ακολούθησε το Νούμερο 31328, που συνάντησε θερμότατη υποδοχή. Η καθιέρωσή του στερεώθηκε ακόμα περισσότερο με τα βιβλία του Γαλήνη (1939) και Αιολική γη (1943), που αποτελούν, ιδίως το δεύτερο, ένα είδος ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στο χρονικό. Έγραψε και πολλά βιβλία, κυρίως συλλογές διηγημάτων και ταξιδιωτικές εντυπώσεις ή χρονικά (μεταξύ των οποίων το Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος, 1955, και τις βιογραφίες Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (1952) και Εμμανουήλ Τσουδερός (1965). Στα τελευταία του βιβλία συγκαταλέγονται η Εφταλού (1972), η μυθιστορία Στις ελληνικές θάλασσες (1973) και οι αφηγήσεις Μικρασια, χαίρε (1974).
Είναι χαρακτηριστικό, ότι και τα τρία σημαντικά βιβλία του Βενέζη, αυτά που του εξασφάλισαν την επιτυχία και τον έκαμαν τον περισσότερο διαβαζόμενο πεζογράφο της λεγόμενης «γενιάς του 30» βασίζονται στο υλικό, που είχε αποθησαυρίσει μέσα στην ψυχή του από τη ζωή του στην όμορφη και τραγική ύστερα μικρασιατική πατρίδα. Στο Νούμερο 31328 εξιστορείται η τραγωδία της ομηρίας των Ελλήνων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ένας από αυτούς, ο ίδιος ο συγγραφέας (ο αριθμός του τίτλου είναι το νούμερο που είχε λάβει ως όμηρος) δίνει τη σκληρότητα του πολέμου ή, ακριβέστερα, την τραγωδία της αμείλικτης συμπεριφοράς ενός αποχαλινωμένου κυρίου απέναντι σ’ έναν ανυπεράσπιστο εξουσιαζόμενο (αυτό συμβαίνει περισσότερο στην πρώτη έκδοση, γιατί στις μεταγενέστερες περιόρισε την ωμότητα στην περιγραφή και κάποιες άλλες αντιπολεμικές αναφορές). Στη Γαλήνη ασχολείται με τα διάφορα προβλήματα (όχι μόνο οικονομικά και κοινωνικά, αλλά και ψυχικά και συναισθηματικά), που δημιούργησε η εγκατάσταση των ξεριζωμένων Μικρασιατών στη Ελλάδα, η οποία δεν έγινε πάντα με την αυτοπροαίρετη συναίνεση των ντόπιων. Τέλος, στην Αιολική γη παρακολουθούσε τη μετατροπή – με την επενέργεια της νοσταλγικής, διάθεσης του συγγραφέα, που ολοένα μεγάλωνε με τον καιρό – σε παραμύθι της βιωμένης στα παιδικά του χρόνια ζωής στην ιωνική γη: τα γεγονότα έχουν περιβληθεί μ’ ένα μαγικό πέπλο, χάνουν το γήινο βάρος τους και μετεωρίζονται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο.
Θα έλεγε κανείς πως τα τρία αυτά βιβλία του Βενέζη αποτελούν τρεις αναβαθμούς, που σημειώνουν μια σταδιακή απομάκρυνσή του από την απτή ζωή και τα σκληρά προβλήματά της, ένα ξεπέρασμα των προβλημάτων με τη φυγή και την καταφυγή σ’ ένα κλίμα υποβολής, στη δημιουργία της οποίας φάνηκε ιδιαίτερα ικανός ως συγγραφέας, ενώ δε συμβαίνει ίσως το ίδιο στη δημιουργία στέρεων πλοκών και παραστατικών ανθρώπινων τύπων. Πέθανε την 3η Αυγούστου του 1973 στην Αθήνα.