‘Ελληνας Φιλόσοφος, γεννήθηκε στην Έφεσο περί τα τέλη του 6ου π.Χ. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη ζωή του, φαίνεται ότι είχε αριστοκρατική καταγωγή και για το λόγο αυτό περιφρονούσε τόσο την τυραννίδα, όσο και τη δημοκρατία. Ακοινώνητος, ανεξάρτητο και δυνατό πνεύμα, καταφρονητής των πολλών, λέγεται ότι αποτραβήχτηκε τελικά στη μοναξιά του περίφημου ιερού της Άρτεμης. Τα κριτήριά του, το ύφος του λόγου του, η διδασκαλία του, όλα μαρτυρούν μια πρόκληση προς την κοινή αντίληψη, η οποία όμως πήρε, χάρη στη διεισδυτική του διάνοια, τη μορφή χειραφέτησης από τις συμβατικές και εύκολες παραδοχές. Το σύγγραμμα του Ηράκλειτου Περί φύσεως, δεν ακολουθεί μέθοδο ανάλυσης και απόδειξης – δεν έχει δηλαδή τίποτε που να θυμίζει διάλογο και υπολογισμό ενδεχόμενων αντιρρήσεων ή δυσκολιών του αναγνώστη – αλλά έχει χαρακτήρα αφοριστικό, με πλούτο εικόνων και βραχυλογίες που συχνά θυμίζουν χρησμούς μαντείου; για τους πολλούς, λοιπόν, ο Ηράκλειτος ήταν ο «σκοτεινός φιλόσοφος». Απορρίπτει άλλωστε από την αρχή τα κοινά κριτήρια των αισθήσεων, που βλέπουν τα πράγματα σαν σταθερά σε μια συγκεκριμένη δική τους μορφή, χάρη στην οποία δε συγχέονται μεταξύ τους, και διδάσκει ότι τα πάντα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση – όχι με την έννοια της απλής μετατόπισης, αλλά της συνεχούς εσωτερικής αλλαγής – και ότι μεταβαίνουν στο αντίθετο τους. Έτσι τα αντίθετα ενυπάρχουν μέσα σε κάθε πράγμα, μέσα στον ενιαίο κινούμενο κόσμο γενικά, και συγχρόνως συγκρούονται. Από τη σύγκρουση αυτή και την αδιάκοπη μετάπλαση των αντίθετων μεταξύ τους προέρχονται όλα τα φαινόμενα του κόσμου: «πόλεμος πατήρ πάντων». Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του ποταμού, που ενώ φαίνεται συνεχώς ο ίδιος, αλλάζει ακατάπαυστα τα νερά του, ώστε στην πραγματικότητα να μη μπορεί κανείς να μπει δύο φορές στον ίδιο ποταμό.
Ο Ηράκλειτος όμως δεν αρνείται την ενότητα του κόσμου: αντίθετα, τη βλέπει ακριβώς μέσα στη σχέση των αντιθέτων που αν από τη μια μεριά αλληλοσυγκρούονται, απ’ την άλλη – και για τον ίδιο ακριβώς λόγο – προϋποθέτονται αμοιβαία: «τα αντίμαχα μονιάζουν και τα χωρισμένα συναντώνται», λέει ένα απόφθεγμά του κι ακόμα· «από όλα γίνεται το ένα, και από το ένα όλα». Έτσι υπάρχει μια «κρυφή αρμονία» με τις αντιθέσεις, έλλογη και θεία. Θεός και φύση συνταυτίζονται.
Ο ενιαίος φορέας αυτής της κίνησης και των αντιθέσεων είναι η φωτιά, που νοείται μάλλον ως θερμή πνοή, «αναθυμίαση». Η πρώτη αυτή ουσία μεταλλάζεται σε νερό και ύστερα σε χώμα – είναι ο δρόμος πρός τα «κάτω» – και πάλι αντίστροφα ως την «εκπύρωση» – ο δρόμος προς τα «άνω»· τελικά όμως «οδός άνω και κάτω μία». Ως προς τον άνθρωπο, η ψυχή του είναι κομμάτι της θεϊκής φωτιάς, κι όσο είναι «ξηρότερη» η ψυχή, όσο δηλαδή καθαρότερη είναι ως φωτιά, τόσο είναι τελειότερη. Μετά το θάνατο, η ψυχή του ανθρώπου γυρίζει στην παγκόσμια φωτιά, για ατομική όμως αθανασία δε γίνεται λόγος. Του φιλόσοφου η ψυχή με το να στρέφεται προς τη θεϊκή αυτή διάταξη του κόσμου και να συνταυτίζεται με αυτή, δοκιμάζει την πραγματική ευδαιμονία της.
Ο Ηράκλειτος συνεχίζει και διασπά συγχρόνως την ιωνική φιλοσοφική παράδοση: τη συνεχίζει, εφόσον ασχολείται με τη φύση, στην οποία εντάσσει και τον άνθρωπο και εφόσον τη θεωρεί αγέννητη και ζωντανή έλλογη· τη διασπά, εφόσον δεν παραδέχεται κανένα υλικό στοιχείο ως σταθερό, ως αρχή του «είναι», αλλά εισηγείται την ιδέα του «γίγνεσθαι». Η φιλοσοφία του Ηράκλειτου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ελεατική αντίληψη του ενός Όντος, που δε συμβιβάζεται με τις αντιθέσεις και την κίνηση και για αυτό τις παρουσιάζει ως μη αληθινές. Ο Ηράκλειτος, αντίθετα, δεν επιζητεί να σώσει την ενότητα του κόσμου με την άρνηση του κόσμου, του κινούμενου και αντιφατικού, αλλά και ενιαίου: είναι γι’ αυτό ο κυρίως φιλόσοφος που η σκέψη του άσκησε μεγάλη επιρροή όχι μόνο στην αρχαιότητα, αλλά κυρίως στους νεώτερους χρόνους στη φιλοσοφία του Χέγγελ και στη διαμόρφωση των διαλεκτικών αντιλήψεων γενικά.