Αρχαίος Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε στην Ασκρα της Βοιωτίας και άκμασε μεταξύ 8ου και 7ου π.Χ. αι.· θεωρείται ο πατέρας της διδακτικής ποίησης της Δύσης. Ο πατέρας του ήρθε από την Κύμη της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε στην Ασκρα της Βοιωτίας τη «χείμα κακή, θέρει άργαλέη, ούδέ ποτ’ έσθλη» όπως τη χαρακτηρίζει ο ποιητής, όπου και έζησε καλλιεργώντας ένα μικρό γεωργικό κλήρο· εκεί γεννήθηκε και ο ποιητής. Είχε αδελφό τον Πέρση, άνθρωπο με διεφθαρμένο χαρακτήρα, ο οποίος είχε κατορθώσει με τη δωροδοκία να σφετεριστεί το μερίδιο που ανήκε στον ποιητή από την πατρική κληρονομιά. Η νίκη του Ησίοδου σ’ ένα ποιητικό αγώνα στη Χαλκίδα έδωσε αφορμή να γεννηθεί ο θρύλος για μια μονομαχία του με τον Όμηρο, ενώ ο Ησίοδος είναι οπωσδήποτε κατά πολύ μεταγενέστερος του ποιητή της Ιλιάδας.
Φανταστικές είναι επίσης και οι φήμες που σχετίζονταν με το θάνατο του. Η παράδοση αποδίδει στον Ησίοδο ένα μεγάλο αριθμό έργων: τα κυριότερα είναι η Θεογονία και το Έργα και Ημέραι καθώς και η Ασπίς του Ηρακλέους, που δε φαίνεται να είναι γνήσιο έργο του. Η συνθετική ενότητα των κυριότερων έργων του και η ολική ή μερική απόδοσή τους στον ποιητή υπήρξαν αντικείμενα ενός ακανθώδους «ησιοδείου προβλήματος», ανάλογου προς το ομηρικό ζήτημα που τέθηκε από το 18ο αι. Σήμερα υπάρχει η τάση να αναγνωρίζεται μια θεμελιώδης ενότητα μεταξύ της Θεογονίας και των Έργων, αν και παρουσιάζουν αναμφισβήτητες παρεμβολές και αλλοιώσεις.
Η Θεογονία είναι έργο θεολογικής σύνθεσης, στο οποίο ο ποιητής, αντλώντας ως ένα βαθμό από μια θρησκεία εξωολυμπική και προομηρική, σκιαγραφεί τη γενεαλογική ιστορία των θεών. Η έκθεση έχει τη μορφή καταλόγου, περιγράφει όμως και διάφορα επεισόδια, ανάμεσα στα οποία το πιο γνωστό είναι η Τιτανομαχία, στην οποία ο ποιητής παρουσιάζει σκηνές που θυμίζουν τις μάχες που περιέγραψε ο Όμηρος. Στο προοίμιο του έργου ο ποιητής παρουσιάζεται (για πρώτη φορά στην ποίηση της Δύσης) με το όνομά του και την προσωπικότητά του, σαν προφήτης της απόλυτης αλήθειας, που σ’ αυτόν μόνο την αποκάλυψαν οι Μούσες του Ελικώνα.
Το Έργα και Ημέραι είναι το ποίημα της εργασίας, η οποία είναι τιμωρία που έχει την αρχή της στο προπατορικό αμάρτημα του Προμηθέα, αλλά και μια εξιλέωση, με την οποία αποκαθίσταται το βασίλειο της Δίκης. Η πρακτική ηθική, που ο Ησίοδος θέλει να εγκαινιάσει, ξεπέφτει σε μια σχολαστική ηθικολογία, που καταντά ανιαρή επανάληψη συμβουλών οι οποίες δεν είναι απαλλαγμένες από δεισιδαιμονίες (π.χ. ημέρες ευνοϊκές ή μη ευνοϊκές για τις διάφορες εργασίες), όπως αναφέρονται στις Ημέρες, που ίσως αποτελούν εμβόλιμο μέρος, στο όλο έργο. Το ποίημα εκφράζει τη θρησκευτική πίστη του ποιητή και προσφέρει αξιόλογα στοιχεία μιας ψυχολογικής αυτοβιογραφίας του, όπου οι χρησμωδικές εκφράσεις εναλλάσσονται με τόνους ομιλητικής οικειότητας. Το καλύτερο μέρος του έργου είναι ένας μεγάλος ύμνος του γεωργικού μόχθου ο οποίος συσχετίζεται με την πορεία των άστρων, που φαίνονται να δίνουν κίνηση και πνοή στο ίδιο το ποίημα. Η φύση απεικονίζεται μερικές φορές με λεπτομερειακές περιγραφές, ο ποιητής όμως παρακολουθεί προσεκτικά τα σημεία και τις φωνές που κατακλύζουν το απέραντο σκηνικό του σύμπαντος και ιδιαίτερα τον άνθρωπο με την προνοητικότητα και τις ατυχίες του, τις εξάρσεις και τις ήττες του. Θαυμάσια είναι τα ειδύλλια του θέρους και του χειμώνα για τη διεισδυτικότητα και τη λεπτότητα της περιγραφής του περιβάλλοντος και των ψυχολογικών του παρατηρήσεων. Η έκφραση, ομηρική στη γλώσσα και στο στίχο, είναι σκοτεινή κάπως και άνιση, συχνά όμως είναι επιγραμματική, τολμηρή στις μεταφορές, με μεγάλη μουσικότητα.
Η επιτυχία του Ησίοδου υπήρξε όμοια με του Ομήρου. Απήχηση των αντιλήψεών του βρίσκουμε στο Σόλωνα, στον Αισχύλο, στον Πίνδαρο και σε πολλούς άλλους συγγραφείς. Ο Ησίοδος υπήρξε η πηγή απ’ όπου ο Βιργίλιος εμπνεύστηκε τα Γεωργικά του.
Από τα υπόλοιπα έργα του Ησίοδου τα παρακάτω είναι γνωστά κυρίως από αναφορές τους σε συγγράμματα τρίτων.
Η Ασπίς του Ηρακλέους. Το κυριότερο μέρος του ποιήματος αυτού αποτελείται από περιγραφή της ασπίδας που βαστούσε ο Ηρακλής στη μονομαχία του με τον Κύκνο, γιο του Αρη. Το ποίημα αποτελείται από 480 στίχους, σε δακτυλικό εξάμετρο. Στους πρώτους εξιστορείται πώς η Αλκμήνη, σύζυγος του Αμφιτρύωνα, γέννησε από το Δία τον Ηρακλή κι από το θνητό σύζυγο της τον Ιφικλέα. Στους στίχους 57-121, περιγράφεται πώς ο Ηρακλής συνάντησε τον Κύκνο να κάθεται με τον πατέρα του Αρη στο τέμενος του Απόλλωνα, στις Παγασές της Θεσσαλίας, κοντά στον ποταμό ‘Αναυρο. Στους στίχους 122-138, ο Ηρακλής παίρνει τα όπλα του για να πολεμήσει εναντίον του Κύκνου, που είναι ιδιαίτερα δυνατός. Από το στίχο 139 ως το στίχο 320 υπάρχει λεπτομερής περιγραφή της ασπίδας του Ηρακλή που την είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος.
Γυναικών κατάλογος. Ηοίαι και Μεγάλαι Ηοίαι. Γενεαλογικός κατάλογος γυναικών ηρωίδων, σε δύο μέρη. Η λέξη ηοίαι φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε πολύ μεταγενέστερα.
Μεγάλα έργα. Ευρύτερη επέκταση του ποιήματος Έργα και Ημέραι. Αναφέρεται από τον Πρόκλο.
Αστρονομία. Αναφέρεται από τον Αθήναιο, τον Ερατοσθένη και τον Πλίνιο.
Χείρωνος υποθήκαι. Συλλογή συμβουλών του Κένταυρου Χείρωνα, προς τους ήρωες που είχε εκπαιδεύσει. Σώθηκαν μερικοί στίχοι.
Ιδαίοι Δάκτυλοι. Στρέφεται γύρω από τα μυθολογικά πλάσματα που κατεργάζονταν το σίδερο στην Κρήτη και ανάθρεψαν το Δία.
Ορνιθομαντεία. Συνέχεια στο Έργα και Ημέραι. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος θεωρεί το έργο νόθο.
Κήυκος γάμος. Ο Κήυξ, ηγεμόνας της Τραχίνας, είχε φιλοξενήσει τον Ηρακλή, κι έθαψε τον Κύκνο, γιο του Αρη, μετά το φόνο του από τον ήρωα. Ο Αθήναιος δεν πιστεύει πως το έργο αυτό γράφηκε από τον Ησίοδο.
Γης περίοδος. Η υπόθεσή του ανήκει στον αργοναυτικό κύκλο.
Εις ‘Αιδου κατάβασις. Περιγραφή της κατάβασης του Θησέα στον Αδη, μαζί με τον Πειρίθουν.
Έπη μαντικά. Συλλογή έμμετρων χρησμών.
Εξηγήσεις επί τέρασιν. Ποίημα που ερμήνευσε τη σημασία της γέννησης τεράτων και των εξαιρετικών φυσικών φαινομένων.
Επιθαλάμιον εις Πηλέα και θέτιν. Εργο για το οποίο δεν έχουμε πληροφορίες.
Μελαμπόδια. Έπος σε 3 βιβλία, ίσως εξιστόρηση των κατορθωμάτων περιφήμων μάντεων.
Αιγίμιος. Αναφέρεται στον πόλεμο του προγόνου των Δωριέων Αιγιμίου εναντίον των Λαπιθών. Γινόταν λόγος στο ποίημα αυτό για τον Ηρακλή, τη Θέτιδα και την Ιώ.
Επικήδειος εις βάτραχον. Έργο για το οποίο δεν έχουμε πληροφορίες.