Η ελιά καλλιεργείται συστηματικά στη Δυτική Μικρασία τουλάχιστον από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π. Χ. Οι περιοχές της Τρωάδας και της Αιολίδας (Αϊβαλί, Αδραμύττι, Αξάρι, Πέργαμος, Φώκαια κ ά.), μαζί με εκείνες των παραλίων της Προποντίδας (Λάμψακος, Αρτάκη, Τρίγλια, Μουδανιά, Kiος, Νικομήδεια κ.ά.) και των εύφορων κοιλάδων της Ιωνίας (Κασαμπάς, Φιλαδέλφεια, Αιδίνι, Μπαϊντίρι, Θείρα, Ντεμίσι, Έφεσος) και της Καρίας (Μύλασα, Μούγλα), όπου φύονται εδώ και αιώνες εκατομμύρια ελαιόδεντρα, είναι από τις πλέον κατάλληλες στη Μεσόγειο για την καλλιέργεια της ελιάς, με ιδανικά εδάφη, καλό κλίμα και μεγάλη παραγωγή.
Η ελιά προτιμά τα ξερά κι ασβεστώδη εδάφη σε λόφους και πλαγιές. Απαιτεί αρκετή δουλειά (σκάψιμο, σκάλισμα, πότισμα, κλάδεμα, λίπανση), όμως αποζημιώνει στο εκατονταπλάσιο τους κόπους του ελαιοκόμου. Στο τέλος κάθε φθινοπώρου, οι ταϊφάδες (όμιλοι γυναίκών) μ’ επικεφαλής τους ραβδιστάδες και τον κεχαγιά (επιστάτη) έπιαναν με τη σειρά τα λιοτόπια, για να πιάσουν το μαζούλι, το οποίο μεταφερόταν με ζώα κατευθείαν στα λιοτριβειά. Εκεί έβγαινε το λάδι, που είναι πολύ κερδοφόρο και παρέχεται άφθονο, συνήθως ανά διετία.
Στην περιοχή του Αϊβαλιού, των Μοσχονησιών και του Αδραμυττιού, οι χρυσοφόροι ελαιώνες έδιναν λάδι εκλεκτής ποιότητας, κίτρινο και Ααπάντι (διαυγές), σε πολύ μεγάλες ποσότητες (40-45.000 τόνοι στις αρχές του 20ού αιώνα, όσους παρήγε ολόκληρη η Ελλάδα εκείνη την εποχή). Το περιζήτητο αυτό προϊόν εξαγόταν κυρίως στις παρευξείνιες χώρες, την Κων/πολη και την Ευρώπη. Τα αϊβαλιώτικα σαπούνια επίσης είχαν μεγάλη ζήτηση τόσο στο εσωτερικό της Μικρασίας, όσο και στον Πόντο ή την Αίγυπτο, ενώ οι διάσημες αδραμυττιανές ελιές πλημμύριζαν τις αγορές της Ανατολής και του Ευξείνου.
Οι εξαγωγές λαδιού και σαπουνιού αυξήθηκαν θεαματικά μετά το 1880, αφότου έγιναν τα μεγάλα λιμενικά έργα για την εκβάθυνση της εισόδου στο Μπουγάζι τ’ Αϊβαλιού. Από τότε που ήρθαν τα μεγάλα βαπόρια, η περιοχή γνώρισε αλματώδη ανάπτυξη και το εμπόριο πολλαπλασιάστηκε, φέρνοντας εντυπωσιακή αύξηση πληθυσμού, πλούτη κι ευημερία στις τρεις πόλεις, Αδραμύττι (17.000 κάτοικοι το 1921, οι 7.000 Έλληνες), Αϊβαλί (30.000 κάτ., όλοι Έλληνες) και Μοσχονήσια (8.000 κάτ., όλοι Έλληνες), καθώς και σε όλα τα χωριά τους, ρωμαίικα και τούρκικα. Τα λιμάνια του Αϊβαλιού και του Ακτσάι, στον Αδραμυττηνό κόλπο, από την άνοιξη ως τα τέλη καλοκαιριού είχαν αδιάλειπτη κίνηση για την εξαγωγή του λαδιού, του πυρηνελαίου και του σαπουνιού.
Στο Αϊβαλί, παράλληλα με τα δεκάδες βυρσοδεψεία και τους αλευρόμυλους, λειτουργούσαν πάνω από 60 λιοτριβειά παραδοσιακού τύπου, 14 σύγχρονα ατμοκίνητα ελαιουργεία (όπως των Καλδή, Κουγιουμτζέλη, Παναγή Καλπάκα κλπ.) και 46 σαπουντζίδικα (όπως των Κατσακούλη, Μωραϊτέλη, Κασάπη, Κωνσταντινίδη και του Γιαρλέλη, που εφοδίαζε με περίφημα αρωματικά σαπούνια τα χαρέμια). Στο Αδραμύττι και στα πέριξ (Φρένελι, Κεμέρι, χωριά της Ιδης κ.ά.) πασίγνωστα ήταν τα μοδέρνα μεγάλα ελαιουργεία και σαπωνοποιεία των αδελφών Χατζηκομνηνού, του Καμίτσου, των Καζάζηδων, του Δαδιώτη κ. ά.
Μετά τη δραματική έξοδο των Ελλήνων της Αιολίδας το 1922, η ελαιοπαραγωγή γνώρισε κατακόρυφη πτώση, παρά την εγκατάσταση χιλιάδων Τουρκοκρητικών και Τουρκομυτιληνιών έμπειρων ελαιοκόμων στις περιοχές εκείνες. Σήμερα όμως έχει αυξηθεί πολύ κι αποτελεί και πάλι βασικό παράγοντα της τουρκικής αγροτικής οικονομίας.
Θοδωρής Κοντάρας