Την 5 Αυγούστου του 1917, παραμονή του Σωτήρος, μεγάλη πυρκαγιά εκδηλώνεται στη Θεσσαλονίκη, στη διασταύρωση των σημερινών οδών Ολύμπου και Ιωνος Δραγούμη. Στην αρχή δεν δόθηκε σημασία στο γεγονός, αλλά η πυρκαγιά έγινε απειλητική όταν άρχισε να φυσάει Βαρδάρης. Η φωτιά τότε άρχισε να παίρνει τεράστιες διαστάσεις καταστρέφοντας τα πάντα στον εμπορικό κυρίως τομέα της πόλης. Γρήγορα μάλιστα πέρασε την Εγνατία φθάνοντας στην προκυμαία και παγιδεύοντας ακόμα και ανθρώπους, ενώ πολλοί μεταφέρθηκαν για ασφάλεια εκτός πόλης. Η πυρκαγιά κατέκαυσε μία έκταση του εμπορικού τομέα του κέντρου εμβαδού περίπου 120 εκταρίων (1200 στρέμματα), από την πλατεία Βαρδαρίου ως το Ιπποδρόμιο και από την οδό Κασσάνδρου ως την προκυμαία της πόλης.
Όταν έσβησε η φωτιά 9.500 κτίσματα είχαν καταστραφεί και 73.000 Θεσσαλονικείς έμειναν άστεγοι.
Η μεγάλη αυτή καταστροφή έδωσε αφορμή – ευκαιρία για εκπόνηση νέου πολεοδομικού σχεδίου, το οποίο δεν εφαρμόστηκε κατά το μεγαλύτερο ποσοστό.
Επιτροπή για το νέο σχέδιο ήταν ο Αρχιτέκτονας – Αρχαιολόγος Ernest Hebrard, οι καθηγητές Αγγελος Γκίνης Δημήτριος Λαμπαδάριος, ο αρχιτέκτονας – Βυζαντινολόγος Αριστοτέλης Ζάχος, ο οδοποιός μηχανικός J. Plevber, ο αρχιτέκτονας Edward Mawson, ο αρχιτέκτονας Κ. Κιτσίκης και υπουργός της κυβέρνησης Βενιζέλου ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Τότε η Θεσσαλονίκη απλωνόταν σε έκταση 9.000 στρεμμάτων και είχε 160.000 κατοίκους.
Το σχέδιο όμως από το 1918 μέχρι το 1936 άλλαξε πολλές φορές και αν εξαιρέσει κανείς κάποιους βασικούς άξονες όπως η πλατεία και η οδός Αριστοτέλους έμεινε ανολοκλήρωτο και παραλλαγμένο. Η πίεση της προσφυγιάς, οι πολιτικές συγκυρίες, η Μικρασιατική καταστροφή και τα κύματα των προσφύγων που έφταναν στην πόλη, δεν επέτρεπαν την πολυτέλεια να εφαρμοστεί ένα ωραίο σχέδιο.
Η φτώχεια και εξαθλίωση κατέκλυζαν την πόλη, με 80.000 πρόσφυγες που περίμεναν αστική αποκατάσταση στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Υπήρχαν και το διεθνές λόμπι των Εβραίων και οι ομάδες των ντόπιων ισχυρών κατοίκων ιδιοκτητών που πίεζαν να μην απαλλοτριωθούν σημαντικής αξίας οικόπεδα στην παραλιακή και εμπορική ζώνη της πόλης και έτσι ουσιαστικά τορπίλισαν το μεγάλο όραμα, να γίνει η Θεσσαλονίκη πολεοδομικό ευρωπαϊκό πρότυπο.
Το βασικό όραμα της επιτροπής που ήταν η κεντρική αστική πλατεία στη σημερινή Πλατεία Αρχαίας Αγοράς, την Πλατεία Δικαστηρίων, όπου θα χτίζονταν τα μεγάλα δημόσια κτίρια της πόλης, το δημαρχείο, το μέγαρο της Αστυνομίας, το δικαστικό μέγαρο και άλλα, δεν ευοδώθηκε. Όταν επιχειρήθηκε η θεμελίωση του δικαστικού μεγάρου, οι εκσκαφείς χτύπησαν στα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής αγοράς και το έργο ματαιώθηκε. Επίσης, το μεγάλο μπουλβάρ με αλέες, εθνικό κήπο, χώρους ψυχαγωγίας και θέατρα που σχεδιάστηκε ανατολικά, από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι το Πανεπιστήμιο, δεν έγινε ποτέ. Τον άξονα του μεγαλεπήβολου σχεδίου κατέλαβε αργότερα ένα μεταγενέστερο επαρχιακό πάρκο, της ΧΑΝΘ με τον μίζερο ζωολογικό κήπο, οι εγκαταστάσεις της Διεθνούς Έκθεσης και ο προσφυγικός αυθαίρετος συνοικισμός της Αγίας Φωτεινής, αποκόπτοντας το πανεπιστήμιο από την ένταξη του στον αστικό κορμό. Αυτός ο άξονας έφτανε, στα σχέδια, μέχρι το δάσος του Σέιχ Σου που το ενέτασσε στο αστικό πράσινο.
Με συνεχείς αλλαγές του σχεδίου μπορεί να άλλαξαν κάποιοι δρόμοι όπως η Αριστοτέλους, η Τσιμισκή, η Διαγώνιος κ.ά., αλλά για λόγους οικονομικής δυσπραγίας και πολιτικών σκοπιμοτήτων δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί η μεγάλη πολεοδόμηση. Δεν προβλέφθηκαν πάρκα, χώροι για σχολεία, δεν αντιμετωπίστηκαν με ευαισθησία ιδιαίτερα τα μνημεία με τον ζωτικό τους χώρο. Δεν σεβάστηκαν τις εβραϊκές συναγωγές. Θα έλεγε κανείς ότι η ρυμοτόμηση της πυρίκαυστης ζώνης ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για την ελληνοποίηση της πόλης, να αποκτήσει δηλαδή ελληνοκεντρικό χαρακτήρα προβάλλοντας μόνο τις βυζαντινές, τις χριστιανικές εκκλησίες. Ο πολυθρησκευτικός και πολυεθνικός χαρακτήρας της Θεσσαλονίκης δεν αποτυπώθηκε στη νέα ρυμοτομία. Πρέπει να επισημάνουμε πως το 1918 δεν είχε γίνει ακόμη η ανταλλαγή των πληθυσμών και στην πόλη ζούσαν, εκτός από τους Εβραίους, και χιλιάδες Τούρκοι που προσεύχονταν στα ιστορικά τζαμιά τους. Στο νέο σχέδιο δεν προβλέφθηκε η προβολή μουσουλμανικών μνημείων και να πούμε, για παράδειγμα, ότι το παλιότερο τζαμί της πόλης, το Χαμζά μπέη τζαμί, χτίσμα του 15ου αιώνα, απειλήθηκε από τη διαπλάτυνση της Εγνατία. Βέβαια αυτή την περίοδο άρχισαν να γκρεμίζονται και οι μιναρέδες, όχι μόνο από τις βυζαντινές εκκλησίες που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά αλλά και από τα μουσουλμανικά ιερά. Έμεινε μόνο ο μιναρές της Ροτόντας να θυμίζει τις πολλαπλές αλλαγές του σπουδαίου μνημείου του Γαλερίου στην πολύχρονη πορεία του.