Στο λιμάνι της Ναυπάκτου
Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέντρα, Ισπανός συγγραφέας
Γεννήθηκε σαν σήμερα 29 Σεπτεμβρίου του 1547 στο Αλκαλά ντε Ενάρες, της Μαδρίτης και πέθανε το 1616.
Ο Θερβάντες που έζησε στην ιστορική περίοδο που περιλαμβάνει τη νίκη της Ισπανίας στη Ναύπακτο και την ήττα της Αήττητης Αρμάδας του Φίλιππου Β’, έλαβε ενεργό μέρος στα γεγονότα της εποχής του και στο έργο του αναφέρεται συχνά στο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον του καιρού του και σε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Γιος ενός γιατρού, του Ροντρίγκο Θερβάντες πέρασε τα παιδικά του χρόνια στις πόλεις όπου ασκούσε το επάγγελμα του ο πατέρας του, και όπου, ίσως, να σπούδασε: στο Βαλιαδολίδ, στη Σεβίλλη και στη Μαδρίτη. Το 1569, στην υπηρεσία του καρδινάλιου Τζούλιο Ακουαβίβα, εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Έμαθε ιταλικά και μπόρεσε να διαβάσει στο πρωτότυπο τον Αριόστο και το Σανατσάρο. Πολέμησε στη μάχη της Ναυπάκτου (157I) όπου έχασε το αριστερό του χέρι, έπειτα πήρε μέρος στις εκστρατείες της Κέρκυρας, του Ναβαρίνου και της Τύνιδας. Το 1575 οι Τούρκοι έπιασαν τη γαλέρα με την οποία επέστρεφε στην πατρίδα του, κι ο Θερβάντες μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο Αλγέρι, όπου έμεινε πέντε χρόνια, αφού απέτυχαν όλες οι προσπάθειές του να δραπετεύσει. Όταν επιτέλους γύρισε στην πατρίδα του ασχολήθηκε με διάφορες εργασίες, που μόλις του επέτρεπαν να ζει. Το 1584 παντρεύτηκε την Καταλίνα ντε Σαλαζάρ υ Παλάθιος. Φαίνεται ότι οι οικονομικές στενοχώριες που τον πίεζαν ακόμα και τότε που είχε την προστασία του Κόντε ντε Λέμος, τον οδήγησαν στην κλοπή, – «είναι πια αποδεδειγμένο σήμερα ότι βρέθηκε μερικές φορές στη φυλακή για καταχρήσεις.
Το έργο του Θερβάντες, που άρχισε στα τελευταία χρόνια του 16ου αιώνα και έφτασε σε ωριμότητα όταν ο Γκόνγκορα και ο Λόπε ντε Βέγκα με την ισχυρή τους προσωπικότητα δέσποζαν στην ισπανική λογοτεχνία της εποχής, αποτελεί στο σύνολο του τη σύνθεση και την τελευταία έκφραση του πνευματικού πολιτισμού της Αναγέννησης και του 16ου αιώνα στην Ισπανία, καθώς και μια σαφή ένδειξη της εξέλιξης του καλλιτεχνικού αισθητηρίου προς το μπαρόκ που χαρακτηρίζει το 17ο αιώνα. Δέσμιος των αρχών ενός είδους που ήταν τότε της μόδας και επηρεασμένος από την κομψή και μουσική λιτότητα του Γκαρθιλάσο, ο Θερβάντες στο ξεκίνημα του με τη Γαλάτεια (1585), ποιμενικό μυθιστόρημα σε πεζό και σε στίχους, δεν παρουσιάζει πολύ αξιόλογες αρετές, κυρίως στο ποιητικό μέρος, γεγονός που φανερώνει ήδη απο τότε την ανισομέρεια της λυρικής του φλέβας. Η ίδια ανισομέρεια παρατηρείται και στις άλλες του ποιητικές συνθέσεις: ωστόσο είναι πετυχημένοι μερικοί από τους πολλούς στίχους που παρεμβάλλει στα πεζά του καθώς και μερικά έργα όπου έχει υιοθετήσει τον αφηγηματικό και περιγραφικό τόνο του λαϊκού ερωτικού τραγουδιού, όπως επίσης πετυχημένα είναι και μερικά σονέτα και μερικές οκτάβες από το έργο του Οι περιπέτειες του Περσίλες και της Σιγισμούνδης (1616, μεταθανάτια έκδοση) και, τέλος, μερικά αυτοβιογραφικά αποσπάσματα από το Ταξίδι στον Παρνασσό (1614).
Πολύ πιο θετική είναι η προσφορά του θεατρικού του έργου, που θεωρείται η πιο σημαντική θεατρική παραγωγή πριν από το θέατρο του Λόπε ντε Βέγκα. Οπαδός ενός αυστηρού κλασικισμού στα πρώτα του έργα, από τα οποία διασώθηκε μόνο η τραγωδία Η πολιορκία της Νουμάνθιας (1587), ο Θερβάντες θα σεβαστεί αργότερα μόνο ως ένα βαθμό τις τρεις ενότητες: χώρου, χρόνου και δράσης. Η ψυχολογική έρευνα και η μελετημένη παρουσίαση των χαρακτήρων των ηρώων του – αντίθετα από το θέατρο του Λόπε ντε Βέγκα που είναι κυρίως πλοκή – διακρίνουν τις καλύτερές του Οχτώ Κωμωδίες (1615), όπως Ο τοχερός απατεώνας, Πέντρο ντε Ουρντεμάλας, Ο γενναίος Ισπανός, Τα κάτεργα του Αλγερίου.
Πολύ πιο γνωστά, ωστόσο, είναι τα Ιντερμέτζα (1615), σύντομα κωμικά κομμάτια, κάποτε με σατιρικές αιχμές, που απαγγέλλονταν στα διαλείμματα μεταξύ των πράξεων ενός θεατρικού έργου. Στα μικρά αυτά έργα, που δεν είχαν ανάγκη από σκηνικά και ήταν απαλλαγμένα από τους περίπλοκους κανόνες της κωμωδίας, το οξύ πνεύμα του Θερβάντες δημιουργεί παράδοξες κωμικές καταστάσεις, όπως στο Ο γερο-ζηλιάρης, Η άγρυπνη φρουρά ή σάτιρες, περισσότερο ή λιγότερο καλυμμένες, των κοινωνικών προκαταλήψεων, όπως είναι Ο πίνακας των θαυμάτων.
Καινοτομία στην ιστορία της ισπανικής λογοτεχνίας αποτελούν, αντίθετα, τα Υποδειγματικά διηγήματα (1613) που σημειώνουν το πέρασμα από τον αφορισμό, το ανέκδοτο και το αστειολόγημα στο καθαυτό διήγημα, στο είδος της σύντομης αφήγησης. Τα αφηγήματα αυτά, που γεννήθηκαν από την ομολογημένη πρόθεσή του να γράψει διηγήματα που να μην είναι ούτε μίμηση ούτε μετάφραση ξένων συγγραφέων (κυρίως Ιταλών), αποτελούν στο σύνολο τους έναν πολύμορφο πίνακα της κοινωνίας της εποχής εκείνης, όχι μόνο της ισπανικής, αλλά γενικά της ευρωπαϊκής. Και πράγματι, ο Θερβάντες μαζί με τα διηγήματα όπου επικρατεί η παράδοξη περιπέτεια και κυριαρχεί το φανταστικό ή το φιλολογικό στοιχείο, έγραψε και άλλα, όπου δεσπόζει η περιγραφή του περιβάλλοντος σε όλους τους τόνους της ρεαλιστικής δημιουργίας. Τυπικά παραδείγματα αυτής της δεύτερης ομάδας είναι το Ρινκονέτε και Κορταντίλλιο, παρουσίαση των γραφικών συνηθειών του υπόκοσμου της Σεβίλης μέσα από τις περιπέτειες δύο παιδιών, και οι Συνομιλίες των σκυλιών, όπου ο Θερβάντες παρουσιάζει με σατιρική διάθεση προσωπικότητες και συνήθειες ορισμένων στρωμάτων της κοινωνίας της εποχής. Αξιόλογα έργα του είναι επίσης Η γυφτοπούλα, Ο ζηλιάρης από την Εστρεμαδούρα, Ο δικηγόρος Βιρντιέρα .
Αλλά η φαντασία, το σατιρικό πνεύμα, η ουμανιστική καλλιέργεια, η πολυσύνθετη ιδιοφυΐα, η ανθρώπινη και ηθική εμπειρία του Θερβάντες, βρήκαν την πιο τέλεια και θαυμαστή έκφρασή τους στο μυθιστόρημά του Ο εφευρετικός ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσας, (πρώτο μέρος 1605, δεύτερο μέρος 1614), που από την πρώτη του έκδοση κιόλας είχε τόση επιτυχία,ώστε πολύ σύντομα μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Γραμμένο στην αρχή με κάποια αστάθεια, αλλά πάντα γεμάτο γαλήνια ειρωνεία και χαμογελαστή πίκρα, το μυθιστόρημα αυτό αφηγείται τις περιπέτειες ενός ευπατρίδη της υπαίθρου, που, ενθουσιασμένος από τα βιβλία με τις ιστορίες των ιπποτών, θέλησε, με τη βοήθεια του απλοϊκού, ταπεινού και πονηρού Σάντσο Πάντσα, να αναστήσει τον ηρωικό κόσμο των περιπλανώμενων ιπποτών και να επαναλάβει τα ανδραγαθήματα τους.
Η ζωηρή φαντασία και οι έξαλλες παραξενιές του Δον Κιχώτη, που στις πιο απλές και συνηθισμένες καταστάσεις βλέπει τη δυνατότητα φανταστικών περιπετειών, έρχονται αδιάκοπα σε σύγκρουση με την ευθυκρισία, με το προσγειωμένο μυαλό του ιπποκόμου του, ο οποίος με το ζωντανό λεκτικό του και τις λαϊκές του παροιμίες, αποτελεί το αντιθετικό συμπλήρωμα του ευπατρίδη κυρίου του. Ωστόσο, ο Δον Κιχώτης, με τις παρανοϊκές μονομαχίες του κατά της παραμορφωμένης από τη φαντασία του πραγματικότητας, δεν προκαλεί τον οίκτο, αλλά, αντίθετα, διεγείρει τη συμπάθεια και το σεβασμό του αναγνώστη του μυθιστορήματος, ο οποίος βλέπει στο έργο αυτό τον τραγικό και αδιάκοπο αγώνα του ανθρώπου που, παρακινημένος από ευγενικά ιδανικά, σκοντάφτει πάνω στη σκληρή πραγματικότητα. Και γι’ αυτό ακριβώς ο Δον Κιχώτης βρίσκεται πολύ κοντά στη σύγχρονη ευαισθησία. Ενώ ο Θερβάντες άρχισε με την πρόθεση να γράψει μια παρωδία των ιπποτικών μυθιστορημάτων, το βιβλίο του, καθώς προχωρεί η αφήγηση, αποκτά εντελώς άλλη σημασία και εκφραστική δύναμη. Η μετάβαση αυτή γίνεται πιο έκδηλη στο δεύτερο μέρος του έργου, προπάντων στο πρόσωπο του Σάντσο, που, ενώ ξεκινά από το γνωστό λογοτεχνικό πρότυπο του εξυπνάκια και φανφαρόνου ιπποκόμου, απομακρύνεται από το πρότυπο αυτό γιατί, όταν έρχεται σ* επαφή με την εντιμότητα, τον ηρωισμό και την ανιδιοτελή ευγένεια του αφεντικού του» αποβάλλει τη χοντροκοπιά και τη βαναυσότητά του, ώσπου καταλήγει να γίνει το σύμβολο της λαϊκής ευθυκρισίας, της πιστής αφοσίωσης και της φιλίας.
Ο Δον Κιχώτης προσφέρεται για ποικίλες ερμηνείες: από εκείνες που βλέπουν στους δύο πρωταγωνιστές τα σύμβολα του ιδεατού και της πραγματικότητας, ως εκείνες που τον θεωρούν σάτιρα του ιπποτισμού των ξεπεσμένων ευγενών της κοινωνίας και της Ισπανίας ιδιαίτερα. Το βασικό στοιχείο της ποιητικής αξίας του έργου είναι ο γαλήνιος και ανθρώπινος τρόπος με τον οποίο ατενίζει τα πράγματα του κόσμου, που τα τυλίγει όλα μ’ ένα βαθύ πόνο, μια τρυφερή εγκαρτέρηση και υπέρτατη απλότητα.
Απόδειξη της συνεχούς επιτυχίας που είχε το μυθιστόρημα στους αιώνες που ακολούθησαν την έκδοσή του – έχει γραφεί ότι ο 17ος αιώνας δέχτηκε το Δον Κιχώτη με γέλια, ο 18ος με χαμόγελα και ο 19ος με δάκρυα – είναι οι πολλές μουσικές συνθέσεις καθώς και η μεταφορά του στην οθόνη. Από τις συνθέσεις οι πιο ονομαστές είναι του Παϊζιέλο και του Πιτσίνι στην Ιταλία, του Μασενέ στη Γαλλία και το συμφωνικό ποίημα του Piχαρντ Στράους. Από τις κινηματογραφικές ταινίες με θέμα το Δον Κιχώτη, αξιολογότερες είναι οι δημιουργίες του Παμπστ και του Κοζίντσεφ.