Αρχαίος Έλληνας ιστορικός γεννήθηκε στους Αλίμους, Αττικής το 460 περίπου και πέθανε στις αρχές του 4ου π.Χ. αι.). Ο πατέρας του Όλορος φαίνεται ότι ήταν απόγονος του ομώνυμου βασιλιά της Θράκης. Πολύ νέος δέχτηκε την επίδραση της φιλοσοφίας των σοφιστών και των πιο τολμηρών εκπροσώπων της «λαϊκής» σκέψης της εποχής. Οι Αθηναίοι τον εξέλεξαν στρατηγό το 424 και τον έστειλαν να παρακολουθεί τις κινήσεις του Σπαρτιάτη Βρασίδα, ο οποίος απειλούσε τις αθηναϊκές κτήσεις της Θράκης, αλλά ο Θουκυδίδης δεν κατόρθωσε να ματαιώσει τη συνθηκολόγηση της Αμφίπολης, κι έσωσε μόνο το επίνειο της, την Ηιόνα. Κατηγορήθηκε τότε για προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο· γι’ αυτό αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στα κτήματά του στη Σκαπτή Ύλη της Θράκης. Έμεινε, όπως αναφέρει ο ίδιος, 20 χρόνια στην εξορία, και ταξίδευσε στην Πελοπόννησο και στη Μακεδονία και ίσως σ’ όλους τους τόπους όπου είχε διεξαχθεί ο πόλεμος, τον οποίο περιγράφει. Μετά την πτώση των Τριάκοντα Τυράννων, επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άρχισε να γράφει το έργο του. Απογοητευμένος όμως, ξανάφυγε σύντομα στη Σκαπτή Ύλη, όπου συνέχισε τη συγγραφή, την οποία διέκοψε ο ξαφνικός, κάτω από ανεξακρίβωτες συνθήκες, θάνατος του.
Το έργο της ζωής του είναι η εξιστόρηση των γεγονότων του Πελοποννησιακού πολέμου, ως το 21ο έτος του, το 411 π.Χ.· στο έργο αυτό ο Θουκυδίδης δεν έδωσε τίτλο, ούτε το διαιρεί σε βιβλία. Οι αρχαίοι γραμματικοί το διαίρεσαν σε 8 βιβλία και του έδωσαν τον τίτλο Θουκυδίδου Ιστορία ή Συγγραφή. Στο 1ο βιβλίο, μετά το προοίμιο ακολουθεί η λεγόμενη «αρχαιολογία», σύγκριση μεταξύ του Πελοποννησιακού πολέμου και των προηγούμενων γεγονότων της ελληνικής ιστορίας. Κατόπιν, ύστερα από μερικές μεθοδολογικές εκτιμήσεις, ερευνούνται οι άμεσες αιτίες του πολέμου με μια αναδρομή στις πρώτες αρχές και στην εξέλιξη της αθηναϊκής ηγεμονίας. Στο 2ο βιβλίο αρχίζει την εξιστόρηση του πολέμου, που συνεχίζει χρονολογικά, διαιρώντας κάθε χρόνο σε καλοκαίρι και χειμώνα, και ως το 20ό κεφάλαιο του 5ου βλίου αναφέρεται στη δεκαετή περίοδο του λεγόμενου Αρχιδάμειου πολέμου (431 – 421) ως τη Νικίεια ειρήνη· Έπειτα εξιστορεί τα γεγονότα από την αρχή του 11ου έτους του πολέμου (421) ως το χειμώνα του 16ου (416). Στα βιβλία 6 και 7 περιγράφει τη μεγάλη εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία ως την καταστροφή του καλοκαιριού του 413. Στο 8ο βιβλίο του συνεχίζει την εξιστόρηση των γεγονότων στην Ελλάδα και στη Μ. Ασία ως το τέλος του καλοκαιριού του 21ου έτους του πολέμου (411). Το βιβλίο αυτό είναι συναρπαστικό για τη ρεαλιστική κριτική που ασκεί ο Θουκυδίδης.
Το έργο του Θουκυδίδη διαφέρει από τις προηγούμενες μυθογραφικές αφηγήσεις και από την ιστοριογραφία του Ηρόδοτου, γιατί μ’ αυτό επιδιώκονται πρακτικοί σκοποί, να βγουν δηλαδή ιστορικά διδάγματα χρήσιμα στους πολιτικούς. Στηρίζεται στην άμεση γνώση των γεγονότων και στην ασφαλή διερεύνηση των πηγών, τις οποίες αξιολογεί με ορθολογικά κριτήρια, αποκλείει κάθε υπερφυσική παρέμβαση στην εξέλιξη του ιστορικού γίγνεσθαι και απορρίπτει κάθε ηθικολογική σκοπιμότητα στην έκθεση των ιστορικών γεγονότων.
Το «θουκυδίδειο ζήτημα», που αφορά τον καθορισμό των διαδοχικών σταδίων της συγγραφής της ιστορίας, δεν έχει αντικείμενο, αφού ασχολείται με την προϊστορία ενός έργου που σ’ εμάς παρουσιάζεται με μια καθολική σύλληψη και συνοχή. Η δημιουργική αυτή σύλληψη, ωμά ρεαλιστική, εδραιώνει – όπως θα λέγαμε σήμερα – την αυτονομία της πολιτικής απέναντι στην ηθική: το να επικαλούνται οι λιγότερο ισχυροί τις ηθικές αρχές ή τη θεία νέμεση εναντίον του κυνικού υλισμού των ισχυρών, είναι τουλάχιστον αφέλεια και αυταπάτη. Ο σημερινός καταπιεστής θα πέσει με τη σειρά του αύριο, όχι όμως γιατί παραβίασε το δίκαιο, αλλά εξαιτίας των στρατιωτικών και πολιτικών του σφαλμάτων. Έτσι η ήττα της Αθήνας δεν αναιρεί την αξία της πολιτικής της πόλης στην οποία ο ιστορικός έχει πλήρη και συνειδητή πίστη. Ο κόσμος του Θουκυδίδη είναι προικισμένος με ευφυΐα, που ενσαρκώνεται ιδιαίτερα στο Θεμιστοκλή, δημιουργό της ηγεμονίας, με τις μεγαλοφυείς εμπνεύσεις του και την ταχύτατη εκτέλεση των σχεδίων του, και στον Περικλή, ρήτορα πρώτου μεγέθους, σταθερό στα σχέδια τακτικής που κατάστρωνε, ακόμα και στις περιπτώσεις που ήταν αντιδημοτικά, ακλόνητο ακόμα και στην αντιμετώπιση του λοιμού. Ο ενθουσιασμός του Θουκυδίδη για τους φιλελεύθερους θεσμούς της πατρίδας του βρίσκει τον τρόπο να εκφραστεί με τα λόγια του Περικλή στον περίφημο Επιτάφιο του, επιβλητικό μνημείο εγκωμιαστικής ρητορικής και πολιτικής σκέψης.
Μια καινοτομία, σε σύγκριση με την αφηγηματική και περιγραφική στην ουσία της ιωνική ιστοριογραφία, αποτελούν και οι δημηγορίες που εισήγαγε ο Θουκυδίδης στο έργο του με τη διακηρυγμένη πρόθεση να μείνει πιστός στο αληθινό τους περιεχόμενο· στην πραγματικότητα, οι δημηγορίες αυτές, χωρίς να είναι αυτό που υποσχέθηκε ο ιστορικός, αποτελούν αποτελεσματική προσπάθεια να ξεκαθαρίσει στον εαυτό του και στον αναγνώστη τις βαθύτερες αιτίες και τα κίνητρα των ενεργειών των εμπολέμων και των αρχηγών τους. Στην «αρχαιολογία» που παρεμβάλλεται στο 1ο βιβλίο της ιστορίας του, έρευνα σχετικά με το σχηματισμό της κρατικής ισχύος διεξάγεται με διεισδυτικότητα, ευρύτητα οπτικού πεδίου και προβληματισμού χωρίς προηγούμενο.
Το ύφος του Θουκυδίδη, που δεν είναι ξένο προς τη ρητορική τέχνη του Γοργία, παρουσιάζει σπάνια εκφραστική δύναμη και το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του είναι το δραματικό στοιχείο. Λίγο μονότονος ίσως στην παρουσίαση των πολεμικών γεγονότων, αναλυτικότατος όμως στις παρατηρήσεις και στην ερμηνεία του ιστορικού περιβάλλοντος, ο Θουκυδίδης συνδυάζει την ευρύτητα του σχεδίου με την ακριβή εξιστόρηση των λεπτομερειών στην περίφημη περιγραφή του λοιμού της Αθήνας, που αποτέλεσε πρότυπο τόσων ανάλογων σελίδων, στην πεζογραφία και στην ποίηση. Μιλώντας για τον πόλεμο, ξαναζωντανεύει το δράμα μιας εποχής και ακόμα το εσωτερικό δράμα των ανθρώπων και της ιστορίας.