του 1776, γεννήθηκε στην Κέρκυρα ο πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους Ιωάννης Καποδίστριας και πέθανε στο Ναύπλιο 27 Σεπτεμβρίου του 1831 .
Η οικογένειά του, που καταγόταν από την Ιστορία και είχε πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι Ενετοί κυρίαρχοι της Επτανήσου) από το δούκα της Σαβοϊας μετοίκησε οριστικά στη Κέρκυρα κατά τα τέλη του 15ου αι. Γιος του κόμη Αντώνιου Μάριου Καποδίστρια, έκανε τις πρώτες σπουδές του στην Κέρκυρα, πήγε ύστερα στην Πάντοβα όπου σπούδασε ιατρική και όταν αποφοίτησε επέστρεψε στη γενέτειρα του όπου άσκησε για μικρό διάστημα το ιατρικό επάγγελμα· από τα τέλη όμως του 1798 αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην πολιτική.
Ο Καποδίστριας πρωτοεμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή σε μια στιγμή που τα Επτάνησα γνώριζαν μια νέα περίοδο της ιστορίας τους: το 1797στρατεύματα της επαναστατικής Γαλλίας κατέλαβαν τα Επτάνησα και κατάργησαν την ενετοκρατία και το ντόπιο καθεστώς των ευπατρίδων, το 1798 ρωσοτουρκικός στόλος, με το ναύαρχο Ουσακώφ, κατέπλευσε στα νησιά του Ιονίου και υποχρέωσε τους Γάλλους να αποχωρήσουν: οι ευπατρίδες αποκαταστάθηκαν και με τη ρωσοτουρκική συνθήκη που επακολούθησε (Μάρτιος 1800) παραχωρήθηκε στα νησιά καθεστώς αυτοδιοίκησης: ανακηρύχτηκαν σε υποτελή στον Τούρκο σουλτάνο Πολιτεία η οποία όφειλε να πληρώνει φόρο υποτελείας στην Υψηλή Πύλη (75.000 γρόσια κάθε τριετία) και να κυβερνιέται από την αριστοκρατία του τόπου. Τότε ακριβώς εμφανίζεται ο Καποδίστριας για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή: στην αρχή, ως έκτακτος επίτροπος της τοπικής κυβέρνησης, εργάζεται για την εφαρμογή του νέου πολιτεύματος· αργότερα γίνεται υπουργός και τέλος γραμματέας της Επικρατείας για τις υποθέσεις εξωτερικών, ναυτικών και εμπορίου. Από τότε αποκτά στενούς δεσμούς με τη ρωσική αυλή.
Αλλά η ύπαρξη της «Ιονίου Πολιτείας» και η πολιτική σταδιοδρομία του Καποδίστρια στα Επτάνησα δε θα διαρκέσουν πολύ: ο πληθυσμός είναι έντονα δυσαρεστημένος από το νέο απολυταρχικό καθεστώς, τα νησιά ανακαταλαμβάνονται (1807) από το Ναπολέοντα και τελικά τα προσαρτά η Μεγάλη Βρετανία (1809). Τότε ο Καποδίστριας φεύγει για τη Ρωσία.
Τον Ιανουάριο του 1809 φτάνει στην Πετρούπολη και μπαίνει στην υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας. Από τότε και ως το 1822, σε μια περίοδο από τις πιο κρίσιμες και πιο μεγάλες της ευρωπαϊκής ιστορίας, ο Καποδίστριας συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση και στην άσκηση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και, χάρη στις ικανότητές του, αναδείχνεται σε έξοχο διπλωμάτη, φτάνει στα ανώτατα αξιώματα του ρωσικού διπλωματικού σώματος και γίνεται υπουργός Εξωτερικών του τσάρου. Την εποχή αυτή συνδέεται στενά με τον Αλέξανδρο Α’ και με το «μυστικό συμβούλιο» της ρωσικής αυλής, που το αποτελούσαν αριστοκράτες επηρεασμένοι από τις γαλλικές διαφωτιστικές αντιλήψεις, οι οποίοι προσπαθούσαν να δώσουν κάποιο σύνταγμα στην απολυταρχική Ρωσία. Ο Καποδίστριας γίνεται οπαδός της «πεφωτισμένης δεσποτείας», δηλαδή του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας και των μεταρρυθμίσεων, χωρίς όμως την επαναστατική παρεμβολή του λαού. Οι πεποιθήσεις αυτές του Καποδίστρια υπήρξαν και η αιτία των περιπετειών του και των παρεξηγήσεων για το ρόλο του. Ο Μέτερνιχ της Αυστρίας, άσπονδος εχθρός κάθε ελευθερίας, διαρκώς τον κατασυκοφαντούσε και τον παρουσίαζε σαν ένα επικίνδυνο «ανατροπέα», ενώ από την άλλη οι Φιλικοί τον κατηγορούσαν για το συντηρητισμό του. Όπως είναι γνωστό, το 1817 η Φιλική Εταιρεία ανάθεσε στο Γαλάτη να συναντήσει τον Καποδίστρια και να του προτείνει να αναλάβει την αρχηγία της επανάστασης στην Ελλάδα. Όπως αναφέρει ο Καποδίστριας στην αυτοβιογραφία του (γραμμένη το 1826), απάντησε στον απεσταλμένο της Φιλικής Εταιρείας με τα εξής λόγια: «Δια να σκέπτεται κανείς, Κύριε, περί τοιούτου σχεδίου πρέπει να είναι παράφρων, δια να τολμήσει δε να μοι ομιλήση περί αυτού εν τω οίκω τούτω, όπου έχω την τιμήν να υπηρετώ μέγαν και κραταιόν Μονάρχην, πρέπει να είναι όπως είσθε εσείς, νέος μόλις εγκαταλείψας τους βράχους της Ιθάκης, και παρασυρόμενος δεν ηξεύρω υπό ποίων τυφλών παθών» και συμβούλευε τους Φιλικούς όπως «εάν δεν θέλουν να καταστραφούν και να συμπαρασύρουν μεθ’ εαυτών εις τον όλεθρον το αθώον και δυστυχές έθνος των, πρέπει να εγκαταλείψουν τας επαναστατικάς ενεργείας των και να ζήσουν ως πρότερον υφ’ ας κυβερνήσεις ευρίσκονται, μέχρις ου η Θεία Πρόνοια αποφασίσει άλλως».
Στην πραγματικότητα όμως ο Καποδίστριας δεν ήταν φίλος της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα. Αν αρνήθηκε να γίνει ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, το έκανε γιατί από τη φύση του αντιπαθούσε τις επαναστατικές μεθόδους πάλης, όπως επίσης και γιατί πίστευε ότι η εποχή δεν ήταν κατάλληλη για την έκρηξη της εθνικής επανάστασης. Επιπλέον είχε τη γνώμη ότι μια επανάσταση που θα στηριζόταν σε ξένες δυνάμεις δε θα έφερνε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Στην αυτοβιογραφία του λέει: «ως Έλλην μεν οφείλω μόνον εκείνην την ελευθερίαν να επιθυμώ, ην οι Έλληνες ήθελον αποκτήσει δια των ιδίων των δυνάμεων και δια της προηγούμενης προόδου των εις τον αληθή πολιτισμόν. Αλλά από το σημείον τούτο η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν». Γι’ αυτό και είχε την άποψη πως αν το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας έμπαινε σε εφαρμογή, δε θα είχε άλλο αποτέλεσμα παρά να αντικαταστήσει «το τουρκικόν σαρίκι με πίλον ευρωπαϊκόν».
Όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821 ο Καποδίστριας προσπάθησε να προδιαθέσει ευνοϊκά τον Αλέξανδρο Α’ υπέρ των ξεσηκωμένων Ελλήνων και να τον πείσει να επέμβει στρατιωτικά εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με δύο επιχειρήματα: η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας υπέρ των Ελλήνων θα ενίσχυε σημαντικά την επιρροή της στα Βαλκάνια και θα έθετε επί τάπητος το πρόβλημα των Στενών· η υποστήριξη της Ρωσίας προς τους χριστιανούς Έλληνες δε θα ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές της Ιερής Συμμαχίας, γιατί θα έπαιρνε τη μορφή της συμπαράστασης προς ομόδοξο λαό, που αγωνιζόταν εναντίον ενός αντίχριστου μονάρχη. Την ίδια εποχή όμως η Ρωσία είχε και δεύτερο υπουργό Εξωτερικών, το Νεσελρόντε, του οποίου τα αισθήματα και οι διαθέσεις διέφεραν από του Καποδίστρια Παλιός διπλωμάτης της καριέρας συντηρητικός και πιστός στο πνεύμα της Ιεράς Συμμαχίας ο Νεσελρόντε τάχθηκε κατά της ελληνικής επανάστασης, την οποία θεωρούσε, όπως και ο Μέτερνιχ, τμήμα της διεθνούς επανάστασης κατά των μοναρχιών. Παρόλες τις προσπάθειες του Καποδίστρια, ο τσάρος συμμερίστηκε τις απόψεις του Νεσελρόντε. Στο συνέδριο των εταίρων της Ιερής Συμμαχίας στο Λάιμπαχ (Μάιος 1821) η ελληνική επανάσταση καταδικάστηκε και ο Καποδίστριας, ηττημένος, αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την ενεργή υπηρεσία, να φύγει στην Ελβετία (καλοκαίρι 1822) και να ιδιωτεύσει για μια ολόκληρη πενταετία, κατά την οποία όμως δε θα διακόψει τις προσπάθειές του για να εξασφαλίσει τη συμπαράσταση κυβερνήσεων και προσωπικοτήτων υπέρ του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων· στην προσπάθειά του αυτή έχει στενό συνεργάτη τον Ελβετό τραπεζίτη φιλέλληνα Εϋνάρδο.
Στην πενταετία που πέρασε όσο να ονομαστεί Κυβερνήτης της Ελλάδας μεσολάβησαν γεγονότα που ευνόησαν την ελληνική επανάσταση: η αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Αγγλίας μετά την επικράτηση του Γ. Κάνινγκ (1822) και η άνοδος στο ρωσικό θρόνο του Νικολάου Α’ (1825). Στις 4 Απριλίου 1826 η Ρωσία και η Αγγλία υπόγραψαν στην Πετρούπολη ιδιαίτερο πρωτόκολλο με το οποίο αναγνώριζαν την ύπαρξη ελληνικού κράτους με την επικυριαρχία του σουλτάνου. Έτσι δημιουργήθηκε στην πραγματικότητα ένας αγγλορωσικός συνασπισμός κατά του σουλτάνου Μαχμούτ Β’. Σ’ αυτόν το συνασπισμό προσχωρούσε λίγο αργότερα και η Γαλλία. Οι τρεις σύμμαχοι υπόγραψαν τη συνθήκη του Λονδίνου (Ιούλιος 1827) με την οποία ζητούσαν τον τερματισμό των ελληνοτουρκικών εχθροπραξιών και την αναγνώριση από το σουλτάνο της ύπαρξης ελληνικού κράτους.
Με τις ευνοϊκές αυτές συνθήκες η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας αποφάσιζε, στις 3 Απριλίου 1827, να ονομάσει τον κόμη Καποδίστρια Κυβερνήτη της Ελλάδας. Ύστερα από ένα περίπου χρόνο (Ιανουάριος 1828), λίγο μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβριος 1827) και μερικούς μήνες πριν από το ρωσοτουρκικό πόλεμο (Μάιος 1828 – Ιούλιος 1829) ο Καποδίστριας φτάνει στην Αίγινα. Για δύο ολόκληρα χρόνια όμως, ως την υπογραφή του πρωτοκόλλου του Λονδίνου (1830), ήταν κυβερνήτης ενός κράτους χωρίς καμιά διεθνή αναγνώριση.
Η διακυβέρνηση του Καποδίστρια ήταν σύντομη. Προσπάθησε να κυβερνήσει τη μικρή και ταλαιπωρημένη από το μακρόχρονο αγώνα χώρα του με βάση τις αρχές της «πεφωτισμένης δεσποτείας». Έτσι όμως ήρθε σε αντίθεση και με το ίδιο το σύνταγμα της εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας και με το φιλελεύθερο πνεύμα των αγωνιστών του 1821. Από την άλλη, οι προσπάθειές του για τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας τον έφερναν σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς προεστούς και γαιοκτήμονες. Η φιλία του προς τη Ρωσία τον έκανε ανεπιθύμητο και ύποπτο για την Αγγλία και τη Γαλλία. Ο Καποδίστριας για να κυβερνήσει τον τόπο σαν «φωτισμένος» δεσπότης είχε ανάγκη από τη συμπαράσταση του λαού. Όμως η κατηγορηματική άρνηση του να μοιράσει τη γη στους ακτήμονες αγρότες (στα τρία πέμπτα του πληθυσμού της ελεύθερης Ελλάδας) τον αποστερούσε από τη λαϊκή υποστήριξη και τον άφηνε απροστάτευτο στις επιθέσεις των πολύμορφων αντιπάλων του. Τελικά στις 9 Οκτωβρίου 1831 δολοφονήθηκε από τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη στην πρώτη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, στο Ναύπλιο. Το σχέδιό του για την «πεφωτισμένη δεσποτεία» στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα χρεοκοπούσε και ο ίδιος έβρισκε σκληρό και άδικο τέλος.