(τευθίς, eoligo vulgaris).
Κεφαλόποδο μαλάκιο της οικογένειας των Λολιγινιδών, της τάξης των δεκαπόδων.. Διαδεδομένο στην παράκτια ζώνη όλων των θαλασσών, πλησιάζει τις ακτές για να αποθέσει τα αβγά του ανάμεσα στα φύκια. Το καλαμάρι αναγνωρίζεται από τους δύο – άνισους σε μάκρος – βραχίονες ή πλοκάμους του, από το μακρόστενο σώμα-του, τα μεγάλα τριγωνικά πτερύγια που βρίσκονται στο κατώτερο μέρος του σώματος και από το λεπτό, πλατύ και σαν ζελατίνα κοκαλάκι που έχει στο εσωτερικό του, ως ραχοκόκαλο. Το συνηθέστερο χρώμα του είναι το άσπρο προς το ρόδινο. Με τις βεντούζες που διαθέτει στις άκρες των πλοκάμων του, το καλαμάρι πιάνει τα μικρά ψάρια που περνούν δίπλα του, από τα οποία γενικά τρέφεται ρουφώντας κυρίως το μυαλό και το μεδούλι. Τα καλαμάρια πιάνονται συνήθως από τις πεζότρατες και γρι – γρι, καθώς και μ’ ένα ειδικό ψαράδικο σύνεργο που λέγεται καλαμαριέρα.
Σε μια οικογένεια των Δεκαπόδων καλαμαριών ανήκει και το γένος αρχιτευθίς, που περιλαμβάνει άτομα πελώριων διαστάσεων, τα καλαμάρια – γίγαντες, που ζουν στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό και φτάνουν σε μήκος τα 17 μέτρα.