Δέντρο της οικογένειας των Φηγιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανόν από το μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα· οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν «Διός βάλανον». Στην Ελλάδα συναντιέται αυτοφυής σε όλα σχεδόν τα ορεινά διαμερίσματα της χώρας και σε μεγαλύτερη κλίμακα στο ανατολικό Πήλιο και στην Κρήτη. Σχηματίζει συνήθως μικρά ή μεγάλα δάση, μόνη της ή με άλλα δέντρα. Αναπτύσσεται στις βόρειες ή βορειοανατολικές βουνοπλαγιές δροσερών οροσειρών και συνήθως σε υψόμετρο του οποίου το χαμηλότερο όριο ποικίλλει από 400 ως 900. Παράγει εδώδιμους καρπούς και σε πολλά μέρη καλλιεργείται ως οπωροφόρο, κυρίως για την κατασκευή εκλεκτών ειδών ζαχαροπλαστικής.
Το δέντρο σε πλήρη ανάπτυξη φτάνει τα 20-30 μ. ύψος, με κόμη ευρεία, συμπαγή, πολύκλαδη και πυκνόφυλλη. Έχει φύλλα ανοιχτοπράσινα λογχοειδή, προμήκη, οξύληκτα, έντονα οδοντωτά. Τα άνθη, που εμφανίζονται μετά τα φύλλα, είναι δίκλινα μόνοικα · τα αρσενικά αποτελούν λεπτούς επιμήκεις, όρθιους ή πλάγιους ιούλους, ελαφρα σκληρούς και με χρώμα κιτρινο φωτεινό· τα θηλυκά, αφανή, συνήθως είναι τοποθετημένα ανά τρία στη βάση των αρσενικών ιούλων και προστατεύονται απο πρασινωπό περίβλημα, που προορίζεται να σχηματίσει το κύπελλο. Αυτό, πλήρως αναπτυγμένο, αποτελείται από ένα ανθεκτικό δερματώδες περίβλημα, αρχικά πρασινωπό, αργότερα καστανό ωχρώδες, και φέρει πολυάριθμες λεπτές, επιμήκεις και σκληρές αγκίδες. Στο κύπελλο περικλείονται 2-3 δικοτυλήδονα σπέρματα, χοντρά και βαριά, τα κάστανα. Τα φύλλα της καστανιάς χρησιμεύουν για στρώμα των ζώων.
Για παραγωγή εδώδιμων καρπών υπάρχουν πάρα πολλές ποικιλίες που χωρίζονται σε δύο ομάδες: τα μαρόνια και τα κάστανα. Οι εκλεχτότερες ελληνικές ποικιλίες είναι του Πηλίου, της Κρήτης και της Μυτιλήνης· ιδιαίτερα εκτιμούνται τα μαρόνια της Κρήτης.
Το ξύλο της καστανιάς είναι εξαιρετικής ποιότητας ειδικά και από αυτό, όπως και από της βαλανιδιάς κατασκευάζονται οι δούγες των βαρελιών χρησιμοποιείται επίσης για την κατασκευή επίπλων, παρκέ κλπ. Περιέχει πολλή τανίνη και γι’ αυτό χρησιμοποιείται για την εξαγωγή αυτής της χρήσιμης στη βυρσοδεψία χρωστικής ουσίας. Το καστανόχωμα, χρήσιμο στην ανθοκομία για τα ασβεστόφοβα καλλωπιστικά φυτά (π.χ. γαρδένια), προέρχεται από την αποσύνθεση και το θρυμμάτισμα του καρδιόξυλου ηλικιωμένων ή ξερών δέντρων καστανιάς.
Η καστανιά, αν και είναι αιωνόβιο δέντρο (ζει 200-300 χρόνια) όταν περάσει την ηλικία των 100 ετών αρχίζει να παρακμάζει. Προσβάλλεται από πολλά φυτικά και ζωικά παράσιτα που προκαλούν πολλές ασθένειες, με περισσότερο επικίνδυνη τη μελάνωση, η οποία οφείλεται στο μύκητα φυτοφθόρα η καμβιοφάγος και προκαλεί κηλίδες στις ρίζες και στο ξύλο· άλλες ασθένειες είναι η μονίλια και η σφαιρέλλα. Από τα έντομα σοβαρές ζημιές προκαλούν η καρπόκαψα και ο βαλανίκος. κάστανο. Είναι ο καρπός της καστανιάς (καστανέα η εδώδιμος, οικογένεια Φηγίδαι, δικοτυλήδονα)· χωρίς το εχινόμορφο κύπελλο, αποτελείται από 1-3 σκληρά, χοντρά, λευκόσαρκα δικοτυλήδονα σπέρματα, με επιφάνεια βαθιά αυλακωτή. Καλύπτεται από 1-2 λεπτά περισπέρμια, χνουδωτά, κοκκινόξανθα, που προστατεύονται από ένα δερματώδες, λείο, κοκκινωπό ή καστανόμαυρο περικάρπιο (τσόφλι). Τα κάστανα, βραστά ή ψημένα, έχουν γεύση γλυκιά και ευχάριστη και αποτελούν καλή τροφή με περιεκτικότητα 113-230 θερμίδων· ξερά, περιέχουν 30-34% άμυλο, 32,5% σάκχαρο, 8-11% πρωτεΐνες, 25-30% νερό και σε μικρές ποσότητες λιπαρές ουσίες, άλατα και κυτταρίνη.
Τα πιο χοντρά και γλυκά κάστανα (μαρόνια) χρησιμεύουν για την παρασκευή σακχαρόπηκτων (marrons-glaces), μαρμελάδων, γλυκισμάτων και αλευριού που χρησιμοποιείται για τη διατροφή ανθρώπων και ζώων. Τα κάστανα μπορεί ακόμα να αποξηρανθούν, να ψηθούν στο φούρνο ή να μαγειρευτούν με κρέας.