Αρχαιότατη πόλη της Κρήτης 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Τα ερείπια της καλύπτουν, με συνεχή σχεδόν κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που αρχίζει στα πρώτα νεολιθικά χρόνια (6000 π.Χ. περίπου) και τελειώνει στο τέλος της πρώτης βυζαντινής περιόδου και στην αρχή της αραβοκρατίας στην Κρήτη (824 μ.Χ.). Αργότερα στον ίδιο χώρο χτίστηκε ένας άσημος συνοικισμός, ο Μακρυτοίχος (σημερινό χωριό Κνωσός), ανάμνηση του ρωμαϊκού μακρού τείχους.
Στη φιλολογική παράδοση η Κνωσός αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο. Σε ολόκληρη όμως την αρχαία ελληνική γραμματεία τα ονόματα Κνωσός, Μίνωας, Αριάδνη, Μινώταυρος, Λαβύρινθος, συμπλέκονται σε μια ατέλειωτη σειρά μύθων, που η επιστημονική έρευνα προσπάθησε να τους κατατάξει και να τους απαλλάξει από τα περιττά ποικίλματά τους. Πάντως η πληθωρική αυτή παρουσία ονομάτων, τοπωνυμιών και ιστοριών σε ελληνικούς μύθους, και μάλιστα πολλά χρόνια μετά την καταστροφή της ισχυρής πόλης, μαρτυρεί τη βαθιά εντύπωση που είχε δημιουργήσει στους κατοίκους του ελλαδικού χώρου το κέντρο αυτό του μινωικού πολιτισμού.
Η πρώτη ανασκαφή έγινε το 1878 με άδεια των τουρκικών αρχών από το Μίνωα Καλοκαιρινό στο χαμηλό λόφο «του Τσελεπή η Κεφάλα», εκεί όπου υψώνονται σήμερα τα εντυπωσιακά ερείπια του ανακτόρου. Οι συστηματικές όμως ανασκαφικές έρευνες στο χώρο αυτόν άρχισαν αμέσως μετά την ανεξαρτησία του νησιού, από τον Άγγλο αρχαιολόγο σερ Αρθουρ Έβανς και συνεχίζονται ακόμα είτε στο ανάκτορο είτε στη γύρω περιοχή.
– Νεολιθική περίοδος (6000 – 2600 π.Χ.): οι έρευνες των τελευταίων χρόνων έδειξαν ότι στο χώρο όπου οι Μινωίτες ίδρυσαν το πρώτο τους ανάκτορο γύρω στα 1950 π.Χ. αναπτύχτηκε ήδη από την πρώτη νεολιθική φάση ένας εξαιρετικά σημαντικός συνοικισμός. Οι μεγάλες επιχώσεις είναι μάρτυρες για τη μεγάλη διάρκεια της ζωής του και για την εκπληκτική (με τα μέτρα της εποχής) έκτασή του. Μέχρι στιγμής ο νεολιθικός αυτός συνοικισμός είναι ο πιο εκτεταμένος και ο πιο πλούσιος στο νησί, σε εποχή μάλιστα που οι άνθρωποι προτιμούν την ασφάλεια και τη σιγουριά που προσφέρουν οι σπηλιές. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα, τα κεραμικά ευρήματα, τα παντοειδή πέτρινα και οστέινα εργαλεία δείχνουν μια ιδιαίτερη πολιτιστική καλλιτεχνική και κοινωνική ανάπτυξη των κατοίκων. Τα ευρήματα μας δίνουν ακόμα ένα πλήθος στοιχείων για τον τρόπο ζωής (βασικά αγροτικής), για τη θρησκεία (λατρεία της γυναικείας θεότητας, η οποία μας είναι γνωστή και από πολλές άλλες περιοχές της μεσογειακής λεκάνης), καθώς και για την πανίδα του νησιού. Και στις τρεις νεολιθικές φάσεις (πρώιμη, μέση, ύστερη) η ζωή συνεχίστηκε ειρηνική, δίχως διακοπές, με μια αυξημένη επίδοση των ανθρώπων αυτών σε όλες τις εκφράσεις της τέχνης και βασικά στην προσπάθεια για μια συνειδητή βελτίωση των όρων της διαβίωσής τους.
Πρωτομινωική περίοδος (2600 – 2000 π.Χ.): Η εμφάνιση του χαλκού στον αιγαιακό χώρο δημιούργησε μια πραγματική επανάσταση. Οι φυλετικές ομάδες που είχαν στα χέρια τους το όπλο αυτό κέρδισαν εύκολα τη μάχη για την επιβίωση και κατέλαβαν τους χώρους όπου παλιότερα ανθούσε ο νεολιθικός πολιτισμός. Στην Κνωσό, όπως και στα άλλα νεολιθικά κέντρα της Κρήτης, η αλλαγή έγινε σταδιακά. Η καταστροφή μεγάλου τμήματος των στρωμάτων της εποχής αυτής για την οικοδόμηση του πρώτου ανακτόρου, είχε σαν αποτέλεσμα να χαθούν πολλά και σημαντικά στοιχεία, δηλαδή αρχιτεκτονικά λείψανα και κινητά ευρήματα, που θα μπορούσαν να μας δώσουν μια αρκετά σαφή εικόνα της ζωής και ανάπτυξης των κατοίκων της Κνωσού και στις τρεις φάσεις της περιόδου αυτής. Με τα σημερινά πάντως δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι η Κνωσός δεν είχε αναδειχθεί ακόμα πρώτο κέντρο της Κρήτης. Οι ομάδες που κατοίκησαν το νησί την εποχή αυτή, ήρθαν πιθανότατα από τη Μικρά Ασία και σ’ αυτές οφείλονται τα διάφορα προελληνικά τοπωνύμια που λήγουν σε -νθος -σος -τος (Βερέκυνθος, Κνωσός, Φαιστός κλπ.).
Μεσομινωική περίοδος (2000 – 1580 π.Χ.): Γύρω στα 1950 π.Χ. χτίζεται στην Κνωσό. ένα μεγάλο οικοδόμημα που είναι γνωστό σαν πρώτο ανάκτορο. Ο τρόπος της όλης εργασίας (ισοπέδωση χώρου, κάθετη τομή στην ανατολική πλευρά του χαμηλού λόφου, ανέγερση πολυώροφων οικοδομικών συγκροτημάτων) μαρτυρεί την ιδιαίτερη ανάπτυξη των Μινωιτών της εποχής αυτής. Η ίδρυση μάλιστα ανακτόρου προϋποθέτει μια ισχυρή παρουσία, που ηγείται των διάφορων τοπικών αρχηγών. Η ταύτιση του Κνώσιου αυτού ηγήτορα με το Μίνωα μας δείχνει ότι ήδη από την εποχή αυτή η Κνωσός είναι το κέντρο του νησιού και ότι ο άρχοντάς της έχει κάτω από την εξουσία του και τα άλλα τοπικά κέντρα (Φαιστός, Μάλλια), όπου επίσης χτίζονται πολύ σημαντικά οικοδομήματα.
Η οικοδόμηση του ανακτόρου έγινε ασφαλώς με βάση ένα συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Τα κύρια υλικά ήταν πέτρα, ξύλο και πλάκες για τις αυλές και τις ορθομαρμαρώσεις. Ορισμένοι επιστήμονες είδαν ομοιότητα του ανακτόρου της Κνωσού με παρεμφερή οικοδομήματα στη Μικρά Ασία (Beycesultan). Το πρώτο αυτό ανάκτορο, όπως και τα επόμενα τόσο στην Κνωσό. όσο και στα άλλα κέντρα του νησιού, δεν είναι τειχισμένα. Η μινωική θαλασσοκρατορία ήδη από την πρωτομινωική περίοδο συντελεί στην ύπαρξη ασφάλειας και ειρήνης στο νησί (pax minoica). Ξαφνικά, γύρω στα 1700 π.Χ., το ανάκτορο της Κνωσού (όπως και τα υπόλοιπα), καταστρέφεται σχεδόν ολοκληρωτικά, ίσως από σεισμό. Η καταστροφή όμως αυτή δε σημαίνει και πολιτιστική διακοπή. Το ανάκτορο ξαναχτίζεται μεγαλοπρεπέστερο: προπύλαια, κλιμακοστάσια για την πρόσβαση στους πολλούς ορόφους, πολύθυρα, κιονοστοιχίες και φωταγωγοί για το φωτισμό των σκοτεινών χώρων χαρακτηρίζουν τη νέα αρχιτεκτονική γραμμή. Στα υλικά που μας είναι ήδη γνωστά, προσθέτεται τώρα ο γυψόλιθος. Η χρήση του γενικεύεται (βάσεις για κίονες και παραστάδες, πλάκες για την κάλυψη κάθετων επιφανειών), όπως και του πωρόλιθου για τις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων, και δοκών για τη στέγη και τους τοίχους (αντισεισμικά μέτρα). Κίονες από κορμό δέντρου με τη στενή πλευρά προς τα κάτω και με απλό, επίσης ξύλινο, κιονόκρανο γεμίζουν τους διάφορους χώρους του ανακτόρου. Με κύριο άξονα την κεντρική αυλή υψώνονται πολυώροφα οικοδομήματα αίθουσα θρόνου, διαμερίσματα του βασιλιά και της βασίλισσας, αποθηκευτικοί χώροι, εργαστήρια, δωμάτια θρησκευτικής τελετουργικής χρήσης, και ακόμα, ο λεγόμενος θεατρικός χώρος. Γύρω από τα ανακτορικά συγκροτήματα χτίζονται οι κατοικίες των αξιωματούχων (μικρό ανάκτορο, βασιλική έπαυλη, νοτιοανατολική οικία αρχιερέα, οικία του Ιερού Βήματος) και λίγο πιο μακριά απλώνεται η πόλη. Οι τοίχοι του ανακτόρου και των οικιών καλύπτονται με θαυμάσιες πολύχρωμες τοιχογραφικές παραστάσεις, πολλές από τις οποίες είναι ανάγλυφες (ταύρος βόρειας εισόδου, πρίγκιπας με κρίνα). Προς τα τέλη της περιόδου είναι ιδιαίτερα του συρμού μικρογραφικές τοιχογραφίες με θρησκευτικής και τελετουργικής φύσης παραστάσεις (κυρίες ή ιέρειες κοντά σε ιερό χώρο όπου έχει συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος).
Η ακμή αυτή του μινωικού πολιτισμού, που εκδηλώνεται στην αρχιτεκτονική γενικά, επεκτείνεται και στις άλλες καλλιτεχνικές ενασχολήσεις (κεραμική, μεταλλουργία, σφραγιδογλυφία, μικροπλαστική).
– Υστερομινωική περίοδος (1580 – 1150 μ.Χ.): Στην πρώτη φάση της περιόδου αυτής η ζωή συνεχίζεται ειρηνική και παρατηρείται μια ανέλιξη σε όλες τις εκδηλώσεις. Το ανάκτορο, οι οικίες των αξιωματούχων και γενικά το μινωικό κέντρο της Κνωσού αποτελεί τον κύριο πόλο γύρω από τον οποίο κινείται το πνεύμα και η διάθεση καλλιτεχνών, τεχνιτών, υπαλλήλων. Νέες τοιχογραφίες με νέα μοτίβα καλύπτουν τους τοίχους των ανακτορικών κατοικιών: εκτός από τις σκηνές της φυσικής ζωής (φυτά, λουλούδια, πουλιά, πίθηκοι), γνωστότερες και πιο χαρακτηριστικές είναι η τοιχογραφία της ταυροπαιδιάς, η λεγόμενη Παριζιάνα και η μεγαλόπρεπη πομπή των νέων που φέρουν δώρα στο βασιλιά. Σε περίοδο μεγάλης ακμής και γύρω στα 1450 π.Χ. αιφνίδια καταστροφή ισοπεδώνει όλα τα μινωικά κέντρα. Η Κνωσός δοκιμάζεται ιδιαίτερα από την καταστροφή αυτή, που στις περισσότερες συνδυάζεται σε μεγάλης έκτασης πυρκαγιές. Η θεωρία ότι η καταστροφή οφείλεται στην έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, μετά μάλιστα τις τελευταίες ανασκαφές εκεί, κερδίζει συνεχώς οπαδούς.
Η ζωή συνεχίζεται και μετά το 1450 στην Κνωσό, ενώ τα υπόλοιπα κέντρα εγκαταλείπονται προσωρινά τουλάχιστον. Από την περίοδο αυτή γίνεται φανερή η παρουσία Μυκηναίων στην Κρήτη. Η πολιτική μεταβολή που ακολούθησε είχε σαν αποτέλεσμα να μην ξαναχτιστούν τα μινωικά ανάκτορα. Η πιο εντυπωσιακή όμως αλλαγή είναι η δημιουργία μιας νέας γραφής, της γραμμικής Β, η οποία αποτελεί βασικά εξέλιξη και τροποποίηση του μινωικού γραμμικού συστήματος Α.
Η τελική καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού, που χρονικά τοποθετείται γύρω στα 1400 και οφείλεται πιθανότατα σε εισβολή, δε σημειώνει και το τέλος του μινωικού πολιτισμού. Παρόλα αυτά η Κρήτη χάνει πια το «διεθνές κύρος» της και η ακτινοβολία της περιορίζεται σημαντικά. Τα ερείπια του ανακτόρου της Κνωσού καταλαμβάνονται από ιδιώτες, οι οποίοι διαμορφώνουν τους διάφορους χώρους του σύμφωνα με τις ανάγκες τους.
Γύρω στα 1150 π.Χ. επέρχεται το τέλος του παρακμασμένου πια μινωικού πολιτισμού. Η παρουσία του Ιδομενέα, δύο γενεές πριν, στη·, εκστρατεία της Τροίας, είναι η τελευταία ανάμνηση μιας εξαφανισμένης μεγάλης δύναμης
Ιστορικοί χρόνοι: Η μορφή της πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής Κνωσού. μας είναι άγνωστη, η έκτασή της όμως θα πρέπει να ήταν μεγάλη, αν κρίνουμε από τα νεκροταφεία των περιόδων αυτών που αποκαλύφθηκαν στη γύρω περιοχή.
Γενικά την πορεία της Κνωσού κατά τους αρχαϊκούς, κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους ως την κατάκτηση της Κρήτης από τους Ρωμαίους, χαρακτηρίζει η προσπάθεια να γίνει ηγετική πόλη – κράτος. Γι’ αυτό έρχεται πρώτα σε σύγκρουση με τη Λύττο (η οποία και καταστρέφεται τελικά το 222/1 π.Χ.) και αργότερα για τον ίδιο λόγο με τη Γόρτυνα. Η καταστροφή όμως της Κνωσού από το Ρωμαίο στρατηγό Μέτελλο το 69 π.Χ. σημειώνει το τέλος της πόλης. Ο οικισμός ξαναχτίζεται το 36 π.Χ. και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο είναι έδρα επισκοπής,· επίσκοπος Κνωσός, αναφέρεται στη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 787. Φαίνεται ότι η τελική καταστροφή επέρχεται με την αραβοκρατία, μερικές δεκαετίες αργότερα. Σήμερα, στην Κνωσό βρίσκεται ο ομώνυμος οικισμός (380 κάτ., υψόμ. 120), που ανήκει στην επαρχία Τεμένους, του νομού Ηρακλείου και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ηρακλείου.