Είδη και ποικιλίες του γένους κουκούρβιτα (Δικοτυλήδονα της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών), εξαιρετικά λαχανοκομικά φυτά, με καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες) εδώδιμους που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ενώ οι κατώτερες ποικιλίες χρησιμοποιούνται στην κτηνοτροφία.
Στην Ευρώπη καλλιεργήθηκε το 16ο αι., με σπόρους από την τροπική Αμερική, από όπου φαίνεται να κατάγεται. Είναι φυτό ετήσιο, ποώδες, με βλαστό αναρριχώμενο ή έρποντα, διακλαδιζόμενο, με κλάδους κυλινδρικούς, πράσινους, κοίλους, τριχωτούς με μαλακές τρίχες και με έλικες κοντά στους μίσχους των φύλλων. Τα φύλλα είναι πολύ πλατιά, παλαμοσχιδώς έλλοβα, βαθυπράσινα, τραχέα, όπως οι επιμήκεις μίσχοι και οι βλαστοί.
Είναι φυτό μόνοικο, με άνθη χωριστά άρρενα και θήλεα, μοναχικά, μασχαλιαία, πολύ μεγάλα, γαμοπέταλα, κιτρινοχρυσίζοντα, με κάλυκα πενταμερή, εδώδιμα. Ο καρπός είναι ράγα διάφορων διαστάσεων, μορφών και χρωμάτων, ανάλογα με το είδος και την ποικιλία, και περικλείει ένα μεγάλο αριθμό σπόρων πεπλατυσμένων και μυτερών. Από τους σπόρους πολλών ειδών παρασκευάζεται ο πασσατέμπος.
Κυριότερα είδη:
Κουκοόρβιτα η μεγίστη, κοκκινοκολοκυθιά ή γλυκοκολοκυθιά, με καρπό ογκώδη, βαρύ, σφαιρικό ή πεπιεσμένο, η σαρικόμορφος, με καρπό του οποίου το ένα τμήμα προεξέχει και φαίνεται σαν σφηνωμένο στον κανονικό καρπό, ώστε τελικά παίρνει τη μορφή σαρικιού, η μεγίστη, ποικιλία ναπολιτάνικη, με καρπό επιμήκη, κυλινδρικό, κάποτε λίγο κυρτό, με φλοιό κιτρινοπορτοκαλί. Η τελευταία δίνει και κολοκυθάκια πρώιμα, τρυφερά, πράσινα. Η κολοκυθιά, όμως, που δίνει κυρίως κολοκυθάκια είναι η κολοκύνθη, που καλλιεργείται ακριβώς για τους νεαρούς, πράσινους, ροπαλοειδείς και λίγο πρισματικούς καρπούς της με τη λευκή, τρυφερή σάρκα. Συλλέγονται όταν φτάσουν το ένα τρίτο του συνήθους μεγέθους τους, προτού η σάρκα τους στεγνώσει και γίνει σπογγώδης. Αυτή στην Ελλάδα καλλιεργείται σε δύο ποικιλίες, που μας δίνουν, κολοκυθάκια άσπρα (καρπός λευκάζων, ελαφρώς πλατύς στους πόλους) και κολοκυθάκια μαύρα (καρπός βαθυπράσινος, κυλινδρικός). Οι τρυφεροί μικροί καρποί, τα άνθη και οι τρυφερές κορυφές της κολοκυθιάς αυτής μαγειρεύονται.
Κολοκυθιά η άγρια.
Πόα με την επιστημονική ονομασία βρυωνία η δίοικος. Ανήκει στην οικογένεια των Κολοκυνθιδών. Το φυτό αυτό έχει ρίζα με κόνδυλο κυλινδρικό, παχύ σαρκώδη κιτρινωπό και με σάρκα άσπρη. Ο βλαστός της έρπει ή αναρριχάται με τη βοήθεια ελίκων αντιθέτων προς τα φύλλα. Τα φύλλα της είναι περισσότερο ωχρά από την κάτω πλευρά. Το είδος αυτό είναι κοινό της ελληνικής χλωρίδας και φυτρώνει συνήθως στους φράκτες των κήπων και των χωραφιών. Ολα τα μέρη του φυτού αυτού και κυρίως η ρίζα είναι δηλητηριώδη. Από το φυτό αυτό κατασκευάζεται αλοιφή από καβουρντισμένη ρίζα του με χοιρινό λίπος, που θεραπεύει τις λειχήνες και την ψωρίαση.