Αειθαλής θάμνος ή δεντρύλλιο της οικογένειας των Ερικιδών (Δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Ελλάδα, στη ζώνη των αειφύλλων πλατυφύλλων. Έχει φύλλα δερματώδη, ωοειδή-λογχοειδή, πριονωτά, λεία, στιλπνά στη άνω επιφάνεια. Τα άνθη της είναι λευκά-κέρινα, μικρά, με στεφάνη σταμνοειδή κάλυκα με πέντε μικρούς λοβούς, δέκα στήμονες, και ωοθήκη επιφυή πεντάχωρη. Είναι διατεταγμένα κατά βραχείς επάκριους βότρεις. Καρποί ράγες πορφυρές ή κόκκινες, σε μέγεθος κερασιού, με επιφάνεια φυματώδη και 4-5 σπέρματα κατά χώρο. Οι καρποί αυτοί, τα γνωστά κούμαρα, είναι εδώδιμοι, εύχυμοι, με σάρκα στερεή, λευκό ρόδινη ή κιτρινωπή και γεύση ελαφρά όξινη. Με ζύμωση και απόσταξη δίνουν ένα είδος τσίπουρου. Ο φλοιός και τα φύλλα χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει και την αγριοκουμαριά (άρβουτος η ανδράχνη), θαμνοδεντρύλλιο, με όρθιο κορμό και φλοιό κόκκινο τελείως λείο. Τα φύλλα της είναι ακέραια σκληρά, λεία, γυαλιστερά άνω, γενικά ωοειδή. Εχει άνθη κιτρινόλευκα κατά μικρούς βότρεις και καρπό ράγα πορτοκαλόχρωμη, μικρότερη του προηγουμένου, σκληρή και βρώσιμη. Χάρη στο ωραίο τους φύλλωμα, τα λευκά τους άνθη και τους κόκκινους καρπούς, και τα δυο είδη φυτεύονται για καλλωπιστικούς σκοπούς σε πάρκα, κήπους και άλση.
Κουμαριά άγρια (arbutus andrachne). Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία άρβουτος ή ανδράχνη. Ανήκει στην οικογένεια των Ερικιδών. H άγρια κουμαριά είναι θάμνος ή μικρό δέντρο αειθαλές, 1 ως 4 μ. ύψους, με κορμό όρθιο και φλοιό λείο και κόκκινο. Έχει φύλλα ακέραια, ωοειδή, σκληρά, λεία, γυαλιστερά στην πάνω επιφάνεια και ωχροπράσινα θολά στην κάτω. Τα άνθη της είναι ωχρόλευκα σε μικρούς πλατείς βότρεις και ο καρπός της ρόγα μικρή, σκληρή, στιφνή με χρώμα πορτοκαλί. Το φυτό αυτό είναι είδος κοινό στην Ελλάδα και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό.