Τρωκτικό της οικογένειας των Λαγιδών. (oryctolagus cuniculus). Στην άγρια κατάσταση ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που επικοινωνούν μεταξύ τους και διαθέτουν διάφορα ανοίγματα.
Κάθε φωλιά κατοικείται από πολλά άτομα, που βρίσκονται εκεί κρυμμένα όλη την ημέρα και βγαίνουν κατά το βράδυ για να αναζητήσουν τροφή. Όπως και ο λαγός, από τον οποίο διαφέρει ως προς τα αυτιά (που είναι πιο κοντά από το κεφάλι και δε φέρουν μαύρη κηλίδα στην άκρη), το κουνέλι είναι διπλόδοντο, έχει δηλαδή στην άνω σιαγόνα δύο ζεύγη κυνόδοντες, τοποθετη¬μένους τον ένα πίσω από τον άλλο. Το τριχωτό δέρμα του είναι συνήθως γκρίζο – κοκκινωπό στη ράχη και στα πλευρά και άσπρο στην κοιλιά. Ο χρωματισμός και οι διαστάσεις του κουνέλι ποικίλλουν ανάλογα με την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή στην οποία ανήκει κάθε φυλή, και ειδικότερα ανάλογα με το κλίμα και τη φύση του εδάφους του τόπου στον οποίο ζει. Η ράτσα, π.χ., των κουνέλι της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και των βρετανικών νήσων (oryctalagus cuniculus cuniculus) έχει μια απόχρωση μαύρη στη ράχη, η οποία λείπει στη ράτσα της νότιας Ευρώπης (oryctolagus cuniculus huxleyi), στην οποία το τριχωτό δέρμα είναι διαφορετικό και οι διαστάσεις του ζώου μικρότε¬ρες. “Άλλες άγριες μορφές κουνέλι είναι οι λεγόμενες «βαμβακοουρές» του γένους Sylvilagus.
Τα κουνέλι τρέφονται με χορτάρι, βλαστάρια, φυλλώματα και σπόρους πολλών φυτών, ιδιαίτερα δημητριακών. Όταν πληθύνουν αρκετά, εξαιτίας συνθηκών περιβάλλοντος ευνοϊκών για τον πολλαπλασιασμό και την επιβίωσή τους (όπως συνέβη με τα κουνέλι που εισάχθηκαν στην Αυστραλία γύρω στο 1860), τα κουνέλι μπορούν να προκαλέσουν σοβαρότατες ζημιές στη φυσική βλάστηση και στις καλλιέργειες. Εκτός από τον άνθρωπο, το κουνέλι κυνηγιέται και από διάφορα ζώα που ανήκουν στις οικογένειες των Αιλουροειδών, των Κυνοειδών και των Μουστελιδών και από αρπακτικά πουλιά. Παρά τη δίωξη και την προσβολή του από την κοκκιδίωση, ασθένεια που οφείλεται σε ένα παράσιτο του πεπτικού συστήματος, το κουνέλι δεν εξολοθρεύεται, γιατί είναι προικισμένο με εξαιρετική γονιμότητα. Τα μικρά – που όταν γεννηθούν είναι τυφλά και άτριχα – τοποθετούνται από τη μητέρα τους σ΄ ένα καταφύγιο φτιαγμένο από την ίδια, σε κάποια απόσταση από την κοινή φωλιά. Το καταφύγιο αυτό, σκαμμένο στο έδαφος, έχει σχήμα στοάς με ένα μόνο άνοιγμα. Ο πυθμένας του καταφυγίου αυτού γίνεται μαλακός και ζεστός, γιατί στρώνεται με ξερά φύλλα και με χνούδι που αποσπά το θηλυκό κουνέλι από την κοιλιακή του χώρα.
Αν και υπάρχουν ακόμα μερικές αμφιβολίες, το πιθανότερο είναι ότι το κουνέλι είναι είδος ιθαγενές της Βόρειας Αφρικής και της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Η εκτροφή του τρωκτικού αυτού άρχισε στην Ευρώπη πριν από πολλούς αιώνες.
Χάρη στις διάφορες γενετικές βελτιώσεις που έχει υποστεί το είδος, δημιουργήθηκαν πολυάριθμες ποικιλίες, που παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον τόσο από την άποψη της κρεατοπαραγωγής όσο και από την άποψη της ποιότητας του τριχώματος και του δέρματος τους, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην πιλοποιία και στην κατασκευή γουναρικών. Ενώ το άγριο κουνέλι ζυγίζει περίπου 1,3 κιλά και έχει μήκος περισσότερο από 60 εκ, μερικές κρεατοπαραγωγοί ράτσες ξεπερνούν σε βάρος τα 5 κιλά και τα 90 εκ, σε μήκος. Στις μεγαλύτερες και πολυτιμότερες για το κρέας τους ράτσες περιλαμβά-νονται το κουνέλι «γίγας της Φλάνδρας» (βάρος πάνω από 7 κιλά και μήκος πάνω από 1 μ.), το κουνέλι «γίγας της Νορμανδίας», το γαλλικό κουνέλι papillon και το χοντρό βελγικό κουνέλι Από τις γουνοπαραγωγούς ράτσες σαν αξιολογότερες αναφέρονται το μπλε και το άσπρο της Βιέννης, το μπλε του Μπέβερεν, το αργυρόχρουν της Καμπανίας, το κουνέλι της Αγκύρας, με το περιζήτητο μακρύ και άσπρο τρίχωμα ή το γαλάζιο, μαύρο και γκρίζο, το κουνέλι castorex, που λέγεται έτσι γιατί η γούνα του μοιάζει με του κάστορα και, τέλος το κουνέλι σινσιλά, του οποίου το τριχωτό δέρμα διαφέρει ελάχιστα από το τριχωτό δέρμα του ομώνυμου νοτιοαμερικανικού τρωκτικού.