Κουτσουπιά
(κερκίδα ή κερατονιοειδής). Φυλλοβόλο δέντρο μέτριων διαστάσεων (5-10 μ.) της οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Έχει κώμη ανώμαλη, αραιή, διακλαδώσεις διαφοροτρόπως κυρτές και φλοιό μεγάλων δέντρων, μαύρο, με λεπτές σχισμές. Τα φύλλα του είναι επαλλάσσοντα, καρδιοειδή, ακέραια, έμμισχα και τα άνθη του ρόδινα, εμφανιζόμενα κατά τον Απρίλιο – Μάιο, προτού φανούν τα φύλλα. Η ανθοφορία είναι τόσο άφθονη, ώστε καλύπτει σχεδόν τελείως τους μικρούς κλάδους και πολλά τμήματα των βραχιόνων, ακόμα και του κορμού. Τα άνθη έχουν έντονα μωβ χρώμα, αλλά υπάρχει και ποικιλία κουτσουπιάς με λευκά άνθη. Οι καρποί, χέδροπες, καστανοκόκκινοι, λείοι, κρεμαστοί, με 10-14 ωοειδή, μαύρα σπέρματα ο καθένας, διατηρούνται επάνω στο δέντρο και επί ένα μέρος του χειμώνα. Φυτό της ελληνικής χλωρίδας αυτοφύεται στην κατώτερη ζώνη των αειφύλλων πλατύφυλλων. Αναπτύσσεται τόσο στην παραθαλάσια όσο και στην ορεινή ζώνη.
Χάρη στο ωραίο του φύλλωμα και στην πλούσια ανθοφορία, θεωρείται εξαιρετικό καλλωπιστικό δέντρο, γι’ αυτό και φυτεύεται στους κήπους, στα πάρκα, στις πλατείες και στις δεντροστοιχίες. Έχει καλής ποιότητας ξύλο που χρησιμοποιείται στην τορνευτική. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο.