Λαχανικό της οικογενείας των Λιλιιδών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία άλλιον το κρόμμυον (allium cepa). Είναι φυτό μονοκοτυλήδονο, που καλλιεργείται από την αρχαία εποχή, γνωστό και στους αρχαίους Έλληνες ως κρόμμυον.
Οι αρωματικοί και σαρκώδεις βολβοί του, τα γνωστά κρεμμύδια, που τρώγονται νωπά ή μαγειρεμένα, είναι σφαιρικοί, μακρουλοί, ή κοντόχοντροι, ανάλογα με την ποικιλία. Διακρίνονται επίσης ανάλογα με το χρώμα τους σε λευκούς, κίτρινους, χαλκόχρωμους, κόκκινους κυρίως χρωματισμούς. Αποτελούνται από ομόκεντρους, παχείς, τρυφερούς και λευκόσαρκους χιτώνες. Από το κέντρο του βολβού φυτρώνει άφυλλο στέλεχος κυλινδρικό, παχύ, κοίλο, διογκωμένο προς τη βάση, το οποίο στηρίζει ένα ογκώδες σφαιρικό σκιάδιο, σχηματισμένο από πολυάριθμα μικρά άνθη, λευκά, υποπράσινα ή κοκκινωπά, με 6 σέπαλα, μακρύ ποδίσκο και 2 ή 4 βράκτια φύλλα στη βάση της ανθοταξίας. Τα φύλλα είναι πράσινα, επιμήκη, κυλινδρικά, συριγγιώδη και διογκωμένα. Τα σπέρματα του κρεμμυδιού είναι μαύρα, πλατιά, με γωνιές και ραβδωτή επιφάνεια. Το κρεμμύδι ευδοκιμεί σε εδάφη μαλακά και γόνιμα. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται υποποικιλίες του άσπρου κρεμμυδιού. Ονομαστή είναι η ποικιλία που παράγεται στα Βάτικα της Λακωνίας. Η βατικιώτικη ποικιλία καλλιεργείται σε δύο μορφές: τη λιγόψυχη, που είναι πρώιμη αλλά διατηρείται δύσκολα και την παραδεισιώτικη που είναι όψιμη και διατηρείται εύκολα και για πολύ καιρό. Η καλλιέργεια του κ. στην Ελλάδα είναι δίχρονη: τον πρώτο χρόνο παράγονται από σπόρο οι μικροί βολβοί, το λεγόμενο κοκκάρι ή κροκκάρι, οι οποίοι το δεύτερο χρόνο φυτεύονται στον προετοιμασμένο αγρό ή κήπο είτε το Σεπτέμβριο – Νοέμβριο, για παραγωγή χλωρών κρεμμυδιών, (φρέσκα κρεμμυδάκια) το χειμώνα, είτε το Φεβρουάριο, Μάρτιο για παραγωγή ξερών κρεμμυδιών το καλοκαίρι. Το 1969 καλλιεργήθηκαν στην Ελλάδα περί τα 100 000 στρέμματα για παραγωγή ξερών κρεμμυδιών. Κατά τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται και εξαγωγές ξερών κρεμμυδιών.
Το κρεμμύδι κατάγεται από τη δυτική (Περσία και Παλαιστίνη) και κεντρική Ασία και ήταν γνωστό στους αρχαίους Αιγύπτιους σήμερα είναι διαδεδομένο σε όλον τον κόσμο. Η γεύση του οφείλεται στην παρουσία θειούχων πτητικών ελαίων, που ερεθίζουν τα μάτια και προκαλούν δάκρυα. Έχει ιδιότητες φαρμακευτικές (αντιαναιμικές και διουρητικές), γνωστές από την αρχαιότητα, κατά την οποία το χρησιμοποιούσαν ειδικά ως απολυμαντικό κατά τις επιδημίες της πανώλους. Ο χυμός του κρεμμυδιού (κρυμμυδόζουμο) ενεργεί θεραπευτικά στους ρευματισμούς, στο διαβήτη και σε παθήσεις των νεφρών. Ως τροφή περιέχει βιταμίνες Ο, Η, ΡΡ και διάφορα ανόργανα άλατα. Άλλο συγγενές είδος είναι το άλλιον το κοίλον, που κατάγεται από τη νότιο Σιβηρία. Το λαχανικό αυτό καλλιεργείται σε πολλές χώρες κυρίως για τα φύλλα του, που χρησιμοποιούνται ως άρτυμα.
Κρεμμύδι άγριο.
Ονομασία που δίνεται σε διάφορα φυτά (αγριοκρόμμυδο). Ένα από αυτά είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία άλλιο το νεαπολιτανικό. Πρόκειται για πολυετή πόα, 30 ώς 70 εκ. ύψος, με βολβό μικρό και ωοειδή. Ο βλαστός του είναι τριγωνικός με 2 ως 3 φύλλα επίπεδα, που φυτρώνουν λίγο πάνω από τη βάση. Τα άνθη του είναι άσπρα σε πολυανθή σκιάδια και ο καρπός του κάψα αντωοειδής. Φυτρώνει σε καλλιεργημένα και χέρσα χωράφια της Στερεάς, της Πελοποννήσου των Κυκλάδων και της Κρήτης καθώς επίσης και σε όλη τη Μεσογειακή Ευρώπη. Καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό για τα ωραία του άσπρα άνθη, που δίνει την άνοιξη. Ένα άλλο κρεμμύδι άγριο είναι το άλλιο το ρόδινο, – πολυετής πόα, 30 ως 80 εκ. ύψους, λεία, με δυνατή μυρωδιά σκόρδου.
Ο βολβός της είναι ωοειδής, μέτριου μεγέθους. Έχει 3 ως 5 φύλλα, παράρριζα και αυλακωτά. Τα άνθη του είναι ζωηρού ρόδινου χρώματος, μεγάλα, σε πολυανθές σκιάδιο και ο καρπός του κάψα ωοειδής. Φυτρώνει σε χωράφια, αμπελώνες, φράχτες, σε ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα. Ο βολβός του τρώγεται.
Στα αγριοκρόμμυδα συγκαταλέγεται και η ουργινέα η παράλιος, πολυετής πόα, με βλαστό ισχυρό, ενός μέτρου και περισσότερο ύψους, χωρίς φύλλα, λείο και με βολβό μεγάλο ογκώδη διαμέτρου 10 ως 16 εκ. Το βάρος του βολβού φτάνει τα 15 κιλά και είναι ωοειδής κοκκινωπός ή άσπρος με χιτώνες σαρκώδεις. Τα φύλλα του είναι παράρριζα, σαν λόγχες, παχιά, ακέραια, όρθια, μικρότερα από το βλαστό. Ανθίζει τον Αύγουστο ως το Σεπτέμβριο. Ο καρπός του είναι μεγάλη κάψα, τριγωνική. Το φυτό αυτό είναι πολύ κοινό σε παραθαλάσσιους τόπους σ΄ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Ο βολβός του έχει διουρητικές αντιασθματικές, αποχρεμπτικές, καρδιοτονωτικές και άλλες ιδιότητες, αρκεί να χρησιμοποιείται με προσοχή, γιατί σε μεγάλες δόσεις έχει δράση τοξική και προκαλεί ίλιγγους, εμετούς, κωλικούς, πόνους στη καρδία και πολλές φορές το θάνατο.
Όλα τα είδη αγριοκρόμμυδων ανήκουν στην ίδια οικογένεια με το κρεμμύδι.