Κορυφαίος Έλληνας ποιητής γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1863 και πέθανε το 1933. Ο πατέρας του Πέτρος – Ιωάννης ήταν δραστήριος έμπορος στην Αλεξάνδρεια (όπου είχε τότε αρχίσει να ακμάζει το ελληνικό στοιχείο). Η μητέρα του ανήκε σε παλιά φαναριώτικη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Και τα δύο αυτά στοιχεία: η εμπορική ιδιότητα του πατέρα και η παλιά αρχοντιά της μητέρας, συντέλεσαν σημαντικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ποιητή. Νήπιο ακόμα βρέθηκε στην Αγγλία απ’ όπου ξαναγύρισε στη γενέτειρα σε ηλικία 9 ετών, μιλώντας μόνο αγγλικά· τότε άρχισε, για πρώτη φορά, να μαθαίνει τα ελληνικά. Στα επόμενα δέκα χρόνια πραγματοποίησε μερικές ακόμα μετακινήσεις: Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Παρίσι, Αλεξάνδρεια. Το 1903 ήρθε για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα στην Αθήνα, εξαιτίας του θανάτου ενός από τα αδέρφια του· είναι η τελευταία φορά, όπου ο Καβάφης απομακρύνθηκε από την Αλεξάνδρεια, με εξαίρεση το ταξίδι του, λίγους μήνες προτού πεθάνει, στην Αθήνα, όπου ήλθε άρρωστος για να χειρουργηθεί. Επαγγελματικά τακτοποιήθηκε μόνο ύστερα από αμφιταλαντεύσεις και δισταγμούς· από τη μια μεριά δεν ήθελε να κλείσει τη ζωή του στα δεσμά μιας πολύωρης δουλειάς, από την άλλη όμως έπρεπε να εργαστεί γιατί τα οικονομικά του δεν ήταν πολύ ανθηρά (ο πατέρας του πέθανε νωρίς, χωρίς να αφήσει αξιόλογη περιουσία). Κατάληξε σε μια θέση υπαλλήλου στην αιγυπτιακή κυβέρνηση (σ’ ένα από τα γραφεία του τμήματος αρδεύσεων). Σταμάτησε να εργάζεται το 1922, γεμάτος ανακούφιση, ικανοποιημένος με μια μικρή σύνταξη.
To 1886 (23 ετών) δημοσίευσε το πρώτο ποίημα του στον «Έσπερο» της Λιψίας. Δημοσίευσε ένα δυο ακόμα ποιήματα και υστέρα σιώπησε για μερικά χρόνια· από το 1891 η εμφάνισή του έγινε τακτική.
Από το 1912 δημοσίευσε τα ποιήματά του σε μονόφυλλα, που τα φρόντιζε ο ίδιος και τα συγκέντρωνε σε συλλογές. Το γεγονός αυτό δημιούργησε λαθεμένα την εντύπωση σε πολλούς, ότι ο ποιητής δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ συλλογές του. Στην πραγματικότητα κυκλοφόρησε δύο με τον τίτλο Ποιήματα, τη μία το 1904 και την άλλη το 1910, και οι δυο αλεξανδρινές εκδόσεις. Η πρώτη ωστόσο έκδοση του συνόλου των ποιημάτων του στην οποία δεν περιλαμβάνονταν τα σιωπηρά αποκηρυγμένα πρώτα ποιήματά του και τα ανέκδοτα, έγινε μετά το θάνατο του, στην Αλεξάνδρεια (1935), με την επιμέλεια του φίλου του ζωγράφου Τάκη Καλμούχου. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στην Ευρώπη, όπου έκαμαν μεγάλη εντύπωση.
Μοναδικό στα ελληνικά γράμματα είναι το φαινόμενο της αλλαγής που σημειώθηκε στην ποιητική δημιουργία του Καβάφη γύρω στο 1900, όταν ήταν δηλαδή κάπου σαράντα χρόνων: από κοινός στιχουργός που ήταν, έγινε ένας από τους πιο πρωτότυπους ποιητές της εποχής του, βρίσκοντας ύστερα από αναζήτηση, ένα προσωπικό τρόπο έκφρασης. Μάλιστα με το γνωστό ειρωνισμό του (έκδηλο και στη ζωή του και, πιο συγκαλυμμένα, στη τέχνη του), σημάδεψε την ποιητική του μεταμόρφωση (γιατί, αληθινά, για μεταμόρφωση πρόκειται), αλλάζοντας την ως τότε υπογραφή του: το Κωνσταντίνος Φ. Καβάφης (το οικογενειακό όνομα της μητέρας του ήταν Φωτιάδη) έγινε Κωνσταντίνος Π. Καβάφης:
Τα πριν από το 1900 ποιήματα ο Καβάφης τα αποκήρυξε (δεν τα τύπωσε στα κατά καιρούς εμφανιζόμενα φυλλάδια), εκτός από ένα (Η πόλις, 1896) και μερικά άλλα, που τα επεξεργάστηκε, όμως από την αρχή. Τελικά αναγνώρισε ως αντιπροσωπευτικά της τέχνης του μόνο 154 ποιήματα. Πάντως η νεώτερη έρευνα (Γ. Π. Σαββίδης) έδειξε πως τα ανέκδοτα ποιήματα του Καβάφη εκτείνονται χρονικά πριν από το 1886, και, το κυριότερο, πολύ μετά το 1900 (ως το 1923) και τα έβγαλε στο φως της δημοσιότητας (1968), για να βοηθήσουν στην πληρέστερη γνώση και κατανόηση της καβαφικής ποίησης και ποιητικής.
Ο Καβάφης με τα ποιήματά του, πολλά από τα οποία είναι ερωτικά και, συχνότατα, ηδονιστικά με ιδιαίτερη έξαρση της ροπής του προς την ομοφυλοφιλία, έφερε στην ελληνική ποίηση ένα νέο ρίγος. Τα ποιήματα αυτά χαρακτηρίζονται από μια απλότητα στο ύφος, η οποία όμως είναι, θα έλεγε κανείς, μια επιτηδευμένη απλότητα, βγαλμένη από μια επίμονη αναζήτηση της καίριας λέξης που θα μπορέσει να κάνει περιττές τις περιφράσεις και τους πλατειασμούς.
Έτσι η ποίηση του Καβάφη είναι άφθαστη σε επιγραμματικότητα. Πολλοί στίχοι του έγιναν σαν παροιμίες, και τους έχουν στο στόμα τους ακόμα και άνθρωποι που δε διάβασαν τον ποιητή («Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει» · «ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμο έξω»· «και τώρα τί θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;»· «δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό»· «αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις», κ.ά.). Ο έγραψε λιτούς και επιγραμματικούς στίχους, γιατί είχε την ικανότητα να ανακαλύπτει τη συμπυκνωμένη δραματική και αισθητική δύναμη που κρύβουν κάποτε μέσα τους οι λεπτομέρειες.
Ως μια αναπόφευκτη συνέπεια ήρθε η κατάργηση του μεγαλόστομου και διαχυτικού λυρισμού, όπως είχε αυτός δια μορφωθεί στα ηρωικά κυρίως χρόνια των γλωσσικών αγώνων και της πρωτοανακάλυψης της λαογραφίας, η οποία δοξαζόταν από την παλαμική αθηναϊκή σχολή του 1880. Η σχολή αυτή παρουσίαζε με τη λυρική έκχυσή της μια άνοδο και μια άνθηση. Η ποίηση του Καβάφη, μοναχικού μέσα στο γυάλινο πύργο του (όπου τον είχαν κλείσει οι χαρακτηρολογικές ιδιορρυθμίες του και ο εκλεκτισμός του), παρουσιαζόταν αστόλιστη (είχε καταργήσει τα μέτρα και την ομοιοκαταληξία, η οποία, στις λίγες περιπτώσεις που υπάρχει, είναι για να δίνει κάποιο ειρωνικό τόνο) και κάποτε σχεδόν πεζολογική, γραμμένη σε μια ιδιόρρυθμη ημικαθαρεύουσα.
Η ποίησή του, σε αρκετά ποιήματά του, ξάφνιασε με την τόλμη της, γιατί συχνά εμπνεόταν από την ομοφυλόφιλη ιδιοσυγκρασία του. Ο Καβάφης όμως πέτυχε και τα θέματα αυτά να τα μετουσιώσει, σε τέχνη.
Το πνεύμα της παρακμής, που κυριαρχεί στην ποίηση του Καβάφη, τον έφερε εξάλλου κοντά στην ομόλογή του αλεξανδρινή εποχή. Έτσι μια σειρά από τα ποιήματά του είναι ιστορικά, με την έννοια πως η ιστορία είτε πλαισιώνει τα δικά του προσφιλή θέματα είτε του παρέχει τα σύμβολα για την έκφραση των δικών του ροπών και αντιλήψεων. Η αγάπη του Καβάφη στο παρελθόν και στην ιστορία ομολογείται και από τα λόγια που ο ίδιος υπαγόρευσε κάποτε σ’ ένα φίλο του: «Κατά γενικόν κανόνα οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιηταί έγραψαν τα καλύτερα τους έργα εις ηλικίαν νέαν, προ του γήρατος. Εγώ είμαι ποιητής του γήρατος. Τα ζωηρότερα γεγονότα δεν μοι εμπνέουν αμέσως. Χρειάζεται πρώτα να περάσει καιρός. Κατόπιν τα ενθυμούμαι και εμπνέομαι. Πολλοί ποιηταί είναι μόνον ποιηταί. Ο Πορφύρας π.χ. είναι μόνον ποιητής. Ο Παλαμάς όχι. Έγραψε διηγήματα. Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστορήματα ή θέατρον, αλλ’ αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν. Μα τώρα είναι πια αργά». Η κλίση του Καβάφη στο παρελθόν αποδείχνεται, ακόμα, και από την ποιητική απόδοση των ερωτικών συγκινήσεων του: κατά κανόνα ανάγονται σε μια περασμένη εποχή, στην εποχή όπου ο ποιητής ήταν ακόμα νέος· για αυτό φτάνει ως εμάς το ψυχικό (και κάποτε σχεδόν πνευματικό) απόσταγμά τους, και είναι αυτό μια ακόμα από τις αιτίες της ιδιόρρυθμης γοητείας της καβαφικής ποίησης: δίνει τολμηρά και πρωτοφανέρωτα στην ποίηση θέματα, φιλτραρισμένα όμως ευγενικά από το χρόνο και την ανάμνηση.
Από τα παραπάνω μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει πως η ποίηση του Καβάφη είναι αυστηρά ανθρωποκεντρική (και, φυσικά, εγωκεντρική): η φύση είναι εξορισμένη από αυτήν. Τη μόνη φορά που εμφανίζεται, παρουσιάζεται σαν μια ομορφιά χαμένη (θάλασσα του πρωιού). Ο εξορισμός της φύσης είναι συνειδητός: ο Αλεξανδρινός ποιητής πίστευε πως η παρουσία και η έξαρση της φύσης θα ήταν ένα γνώρισμα του ανεπίτρεπτου σ’ αυτόν λυρισμού. Ας σημειωθεί πως πριν από το 1900 η φύση αφθονούσε στους στίχους του.
Η ποίηση του Καβάφη, «αινιγματική» στην αρχή, βρήκε στη συνέχεια μια πρωτοφανή απήχηση στο κοινό. Γιατί ο μοναχικός και παράδοξος ποιητής αποκάλυψε, παρόλα αυτά, μερικές πληγές που δεν ήταν αποκλειστικά δικές του, αλλά γνωστές στη νεώτερη αστική κοινωνία. Ο Καβάφης, χωρίς να το επιδιώξει (πιο καλά: χωρίς διόλου να το θέλει), έγινε από ποιητής του «εγώ», ποιητής του «εσύ». Δείχνοντας με θάρρος και ειλικρίνεια τις πληγές του (τη μοναξιά, την ανία, το αδιέξοδο και, ως απότοκο τους, την εκτροπή του σύγχρονου ανθρώπου από τα καθιερωμένα), συγκίνησε όλους εκείνους (και ήταν αυτοί πολλοί), που είτε στο ένα είτε στο άλλο αναγνώριζαν τον εαυτό τους. Αλλά ο Καβάφης έδειξε και κάτι άλλο: πως την έσχατη ελπίδα του ανθρώπου, όσο απελπισμένος κι αν είναι, πρέπει να αποτελεί η αξιοπρέπεια (Όσο μπορείς).
Στα νεώτερα χρόνια η ποίηση του Καβάφη ερμηνεύτηκε, με πολλές αμφισβητήσεις, και με κοινωνιολογικά κριτήρια, που συχνά έφτασαν στην υπερβολή. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι πολλοί του στίχοι, κυρίως γνωμικοί, μπορούν να ερμηνευτούν και από σκοπιά, που τους προσδίνει συχνά έντονο το χαρακτήρα της πολιτικής επικαιρότητας.
Ο Καβάφης, που είναι ασφαλώς ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές μας και ο μόνος ίσως με παγκοσμιότητα απήχησης, έγραψε και διάφορα πεζά κείμενα, κυρίως κριτικά σημειώματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και δοκίμια, που δεν προσθέτουν πολλά στο έργο του, βοηθούν όμως στην καλύτερη ερμηνεία του.