Σαν Σήμερα 14 Φεβρουαρίου, του 1884, γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας ο Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Κώστας Βάρναλης και πέθανε στην Αθήνα 16 Δεκεμβρίου του 1974.
Νέος ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί στο δημόσιο ως δάσκαλος, το 1918 έγινε καθηγητής και τα δύο επόμενα χρόνια μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία (Σορβόννη). Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνέχισε την υπηρεσία του στο δημόσιο ως το 1925, οπότε τον απόλυσε η δικτατορία του Πάγκαλου για τις αριστερές ιδέες του. Από τότε πέρασε στη δημοσιογραφία, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη μετάφραση έργων της κλασικής – ελληνικής και ξένης – λογοτεχνίας (Αριστοφάνης, Ευριπίδης, Μολιέρος κ.ά.). Το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν.
Την πρώτη εμφάνισή του στα γράμματα έκανε το 1904, από τις στήλες του Νουμά. Μερικά χρόνια αργότερα συνεργάστηκε και στο περιοδικό Ηγησώ. Το πρώτο βιβλίο του (η ποιητική συλλογή Κηρήθρες) δημοσιεύτηκε το 1905. Ακολούθησαν τα βιβλία: Το φως που καίει (εκδόθηκε το 1922 στην Αλεξάνδρεια, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας), η συλλογή αφηγημάτων, Ο λαός των μουνούχων (1923), το κριτικό δοκίμιο Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), το ποιητικό έργο Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), το αφηγηματικό Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931) κ.ά. Τη διετία 1956-1958 κυκλοφόρησαν τα Άπαντα, του σε τρεις τόμους. Από τότε η παραγωγή του περιορίστηκε στο ελάχιστο. Ήδη στην πρώτη του συλλογή, παρά τη λυρική ουσία των ποιημάτων που περιέχει, ο Βάρναλης διακρίνεται για ένα νέο πνεύμα, αντιθρηνιτικό όπως είπαν, γεμάτο πρωτόφαντη στην ελληνική ποίηση ορμή και διονυσιακό πάθος. Το πνεύμα αυτό αργότερα, μετά την επικράτηση της ρωσικής επανάστασης (1917), της οποίας τα κοινωνοικοπολιτικά μηνύματα ενστερνίστηκε ο Βάρναλης, θα μπει στην υπηρεσία μιας ασυμβίβαστα κοινωνικής και στρατευμένης τέχνης, την οποία, παράλληλα, θα υπερασπίζεται, θεωρητικά ο Βάρναλης με τα άφθονα, μικρά και εκτενέστερα, δοκίμιά του. Ακόμη ο Βάρναλης είχε και μία σπάνια σατιρική φλέβα, που τον βοήθησε, σε συνδυασμό με τα άλλα ποιητικά χαρίσματά του, να μαστιγώσει αμείλικτα τις αδυναμίες που έβλεπε να έχει η αστική κοινωνία, την οποία θεωρούσε εμπόδιο στην αποκατάσταση της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης. Τη στροφή αυτή (στην οποία συνετέλεσε και η πνευματική ακτινοβολία, που ασκούσε επάνω του η προσωπικότητα του Δ. Γληνού, καθώς και οι σπουδές και η ζωή του στη γαλλική πρωτεύουσα) πραγματοποίησε στο βιβλίο του Το φως που καίει, το οποίο καινοτομεί και μορφικά: είναι έργο με κάποια θεατρική μορφή, σε στίχους και πρόζα· σε τρία μέρη. Γίνεται, στο βιβλίο αυτό, μια σκληρή κριτική του χριστιανισμού με τις αμφίβολες, κατά την άποψη του ποιητή, αξίες, ενώ τη θέση του παίρνει, κυριολεκτικά αποθεωμένη, η κοινωνική επανάσταση: ο «οδηγητής» του ομώνυμου ποιήματος, που βροντοφωνεί ότι δεν είναι σπορά της τύχης και δεν κατεβαίνει από τα σύννεφα σαν μεταφυσικός λυτρωτής, αλλά είναι τέκνο της ανάγκης και της οργής, σταλμένος ως εκπρόσωπος των χιλιάδων ανθρώπων που υποφέρουν πάνω στη γη, για να πλάσει τη νέα ζωή, αποτέλεσε το επαναστατικό θούριο όσων έγιναν, στον τόπο μας, οπαδοί των σοσιαλιστικών ιδεών. Και το δοκίμιό του Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, όπου πολεμάει τις ιδεαλιστικές θέσεις του Γιάννη Αποστολάκη για το Σολωμό είναι από τα αντιπροσωπευτικά δείγματα κριτικής με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού στην Ελλάδα. Στο πεζογράφημά του εξάλλου Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (όπου ο αρχαίος φιλόσοφος παρουσιάζεται για τις ιδεαλιστικές του διδασκαλίες και έτοιμος, αν είχε μια νέα ζωή, να καλέσει σε ξεσηκωμό τους δούλους και τους φτωχούς Αθηναίους) δίνει ένα δείγμα της πιοώριμης δημοτικής γλώσσας η οποία χωρίς τις ακρότητες του ψιχαρικού δημοτικισμού, γεμάτη δροσιά, δύναμη και ζωντάνια, είναι ικανή να υπηρετήσει την πιο απαιτητική πεζογραφία ακόμα και σήμερα.
Ο Βάρναλης είναι ως κοινωνικός ποιητής και συγγραφέας μοναδικός: πουθενά στο έργο του δεν υπάρχουν τα ίχνη ενός διανοουμενισμού, που συχνά συναντιέται σε ανάλογες περιπτώσεις- Το ισχυρό ταλέντο του μετέβαλλε σε καθαρή τέχνη και σπαρταριστό υλικό οποιαδήποτε αφετηρία της δημιουργίας του. Γι’ αυτό, χωρίς να προδίνει τους κανόνες της τέχνης, η οποία απαιτεί μία εκφραστική αυτονομία, μιλούσε άμεσα στις καρδιές και των πιο απλών <<προλεταρίων.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικοί κάποιοι λόγοι (1935) του Γληνού για το έργο του, σε σχέση με την επαναστατική «αγωγή» των νέων οπαδών της ιδεολογίας τους. << Ας αρχίσει η δουλειά από την ανάλυση των έργων του Βάρναλη. Ας δοθούνε πλατιά στους προλετάριους οι στίχοι του και οι στοχασμοί του, που πρέπει να γίνουν χτήμα τους. Ν’ αστράφτουνε μέσα σε κάθε νου, να τους ξέρει κάθε στόμα (…) Να πουλιέται φτηνά για να μάθουν όλοι, να ποτισθούν μ’ αυτά και να δυναμώσει μέσα του η καταλυτική ορμή!
Τέλος αξίζει να εξαρθεί η καλλιτεχνική σημασία των μεταφράσεων του του Αριστοφάνη με τον οποίο τον συνέδεε μια πηγαία αγάπη προς τις ασεμνολογίες ή, όπως ο ίδιος έλεγε, τις αθυροστομίες.