Σαν σήμερα 30 Οκτωβρίου του 1896, στην Τρίπολη γεννήθηκε ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης.
Από μικρός άρχισε να γνωρίζει τη ζωή της ελληνικής επαρχίας (Λευκάδα, Κεφαλλονιά, Λάρισα, Καλαμάτα, Πάτρα. Αθήνα, Χανιά), όπου τον έφεραν οι επαγγελματικές ασχολίες του πατέρα του. Πήρε το δίπλωμα της νομικής σχολής της Αθήνας. Αργότερα διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία της Θεσσαλονίκης. Με διάφορες μεταθέσεις, που κάποτε είχαν το χαρακτήρα ενός διωγμού, άρχισε πάλι να έρχεται σ’ επαφή με την ανία της επαρχίας με τους κλειστούς ορίζοντες: Σύρος, Αρτα, Αθήνα, Πάτρα, Πρέβεζα, όπου αυτοκτόνησε το 1928. Κατά το διάστημα της δημόσιας υπηρεσίας του βρήκε την ευκαιρία να ταξίδεψα ως αδειούχος στο εξωτερικό: Ιταλία, Γερμανία, Ρουμανία, και, τη χρονιά του θανάτου του, στο Παρίσι. Τα βιβλία που τύπωσε είναι λιγοστά: Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων (1919), Νηπενθή (1921), Ελεγεία και σάτιρες (1927). Φιλοτέχνησε εκλεκτικά και μερικές μεταφράσεις ξένων, κυρίως Γάλλων ποιητών, που τις δημοσίευε μαζί με τα δικά του ποιήματα . ήταν φύση μελαγχολική και ευερέθιστη· Αυτό τον οδήγησε σε σκληρή απομόνωση από τους ανθρώπους. Στην έμφυτη μελαγχολία του προστέθηκε και η εποχή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, όπου το κενό πολλών γκρεμισμένων αξιών δεν είχε καλυφθεί από τίποτα καινούριο για μια σειρά ποιητές, στους οποίους ανήκε ο Καρυωτάκης, που διαμορφώθηκε έτσι οριστικά σε τύπο κλειστό, μισανθρωπικό και εγωιστικό, πιστό της ματαιότητας του κόσμου που είναι μονάχα πόνος και ποτέ χαρά. βίαιος θάνατος του ήρθε σαν μια αναπόδραστη λύση στο αδιέξοδο του, που το είχε δημιουργήσει σιγά-σιγά, από μικρό παιδί, με την καρδιά του και με το νου του. Είναι χαρακτηριστικό πως το πρώτο ποίημα της πρώτης συλλογής του έχει τον τίτλο Θάνατοι. Ο Καρυωτάκης είναι ένας πεισιθάνατος. Ο θάνατος του δίνει συχνά τα σκηνογραφικά στοιχεία της ποίησής του, η οποία αρέσκεται στα νυχτερινά τοπία κι έχει κάτι από το ρίγος της στοιχειωμένης ώρας» που βγαίνουν τα φαντάσματα: «Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει χλωμό και μυστηριώδικο / κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν‘ άνοιξε / και λείψανο να βγαίνει». Η ιστορία της αυτοκτονίας του είναι τραγική. Είχε αποφασίσει να πνιγεί στη θάλασσα, πάλεψε ώρες με τα κύματα, μάταια όμως, γιατί ήτανε καλός κολυμβητής. Γύρισε στο σπίτι του νωρίς το πρωί, ήπιε ήρεμος το γάλα που του πρόσφερε η νοικοκυρά του, ξανάφυγε, αγόρασε ένα περίστροφο και πήγε σ ένα καφενεδάκι, οπού πέθανε φυτεύοντας μια σφαίρα στον κρόταφο του. Προηγουμένως είχε την ψυχραιμία να γράψει: «Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία (…). Σ‘ αυτούς απευθύνομαι…». Στο ίδιο σημείωμα συνιστούσε στους επίδοξους αυτόχειρες που ξέρουν κολύμπι να προτιμήσουν άλλον τρόπο θανάτου παρά τον πνιγμό στη θάλασσα. Η μηδενιστική αυτή διάθεση, μετουσιωμένη σε ποίηση, είναι το έργο του Καρυωτάκη υπάρχει σ’ αυτό ο σπαραγμός ενός απελπισμένου, χωρίς καμιά προσπάθεια φυγής στον αιθέριο κόσμο του πνεύματος. Μια τέτοια λύση ο Καρυωτάκης περιφρόνησε, γιατί, φαίνεται, την έβρισκε αφηρημένη και θεωρητική, ανήμπορη να επουλώσει τις πληγές της καρδιάς του. Τα ποιήματα του Καρυωτάκη έχουν την αμεσότητα ενός ψυχικού και σχεδόν σωματικού πόνου, χωρίς καμιά αναγωγή σε κάτι πνευματικότερο ή κοινωνικότερο, που να λυτρώνει, ή έστω, να παρηγορεί. Είναι μια κραυγή σπαρακτική – και πολύ εγωιστική, εγωκεντρική: «Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα, / ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός / πόνος μας, για να μας λέει ότι υπάρχον με ακόμα…» Στην τρίτη συλλογή (που είναι η ωριμότερη) εκδηλώνεται ευθύτερα και η σαρκαστική διάθεση του ποιητή, η οποία, παροξυσμένη με τα χρόνια, χτυπάει ανελέητα «τα γύναια και το μαστροπό λαό» – δηλαδή όλους. Ο Καρυωτάκης έλεγε πως γράφει τα ποιήματά του με το αίμα του. Αυτό είναι αλήθεια: στην ποίηση βρήκε το μοναδικό καταφύγιο από το υπαρξιακό του αδιέξοδο και της δόθηκε με πάθος εξάλλου είχε αναμφίβολα ταλέντο. Έτσι τα ποιήματά του, μαρτυρίες μιας από τις πιο δραματικές περιπτώσεις ανθρώπινου πόνου και, συγχρόνως, με σαφή τα ίχνη ενός ποιητικού χαρίσματος, μπόρεσαν να ασκήσουν μεγάλη επίδραση στους νέους ποιητές της εποχής του.