Αρτιοδάκτυλο θηλαστικό της οικογένειας των Καμηλιδών της υπόταξης των τυλόποδων. Η λάμα, όπως και τα συγγενή είδη, δεν έχουν τις καμπούρες, που αποτελούν χαρακτηριστικό των Καμηλιδών της Ασίας και της Αφρικής· διαφέρουν επίσης απ’ αυτές κατά το μέγεθος: πράγματι, το ύψος της λ. ως το ακρώμιο δεν ξεπερνά το 1,10 μ. Το κεφάλι, από το οποίο λείπουν τα κέρατα, έχει αυτιά όρθια και ευκίνητα και μάτια μεγάλα. Οι κοπτήρες – δύο στην επάνω γνάθο και έξι στην κάτω – είναι αρκετά αναπτυγμένοι. Κάθε οδοντικό τόξο περιλαμβάνει επίσης δύο κυνόδοντες – πολύ περιορισμένους στο θηλυκό – τέσσερις προγόμφιους και έξι γομφίους. Οι αυχενικοί σπόνδυλοι είναι ιδιαίτερα μικροί. Πολύ αναπτυγμένο σε μήκος είναι επίσης και το έντερο. Το τρίχωμα, που έχει χρώμα λευκό ή κοκκινωπό, μαύρο ή στικτό, είναι μάλλον κοντό στο κεφάλι και στα πόδια, ενώ στο υπόλοιπο σώμα είναι μακρύ, προπάντων στο λαιμό του αρσενικού. Η λάμα είναι εξημερωμένη από τα προκολομβιανά ακόμα χρόνια. Ανθεκτικό, υπάκουο και πράο ζώο, χρησιμοποιείται σαν υποζύγιο· έχει όμως τη συνήθεια να φτύνει – να εκτοξεύει δηλαδή αναμασημένη τροφή ανάμεικτη με σάλια – εκείνον που την ενοχλεί. Η λάμα παράγει λίγο γάλα. Το μαλλί της χρησιμοποιείται για την κατασκευή χονδροειδών υφασμάτων και χαλιών, ενώ το κρέας της είναι πολύ εύγευστο. Είναι διαδεδομένη στα υψίπεδα του Περού και στις ορεινές ζώνες της Βολιβίας του Ισημερινού, της Χιλής και της Αργεντινής.
Συγγενή είδη με τη λάμα, που ζουν στις ίδιες περίπου περιοχές της Νότιας Αμερικής, είναι η αλπακά, η γκουανάκο και η βικούνια. Η γκουανάκο ή άγρια λάμα (lama guanicoe) διαφέρει από τη λάμα στο ανάστημα, που είναι κάπως μικρότερο, και στο τρίχωμα, που είναι πιο πλούσιο στο λαιμό και πιο μακρύ στον κορμό. Επειδή την κυνηγούν για το δέρμα και για το μαλλί της, είναι σήμερα λιγότερο διαδεδομένη από όσο παλιότερα. Η βικούνια (lama vicugna) είναι επίσης πιο μικρόσωμη (ύψος ως το ακρώμιο 0,75 μ. περίπου) και έχει τρίχωμα πολύ λεπτό και απαλό, κιτρινοκοκκινωπό στη ράχη και στα πλευρά και λευκό στην κοιλιά. Από τα χρόνια του πολιτισμού των Ίνκας ακόμα, το κυνήγι των ζώων αυτών υπαγόταν σε αυστηρούς περιορισμούς, για να εμποδιστεί η εξαφάνισή τους.