Γεννήθηκε στη Λιβαδειά γύρω στα 1752 και πέθανε στη Κριμαία το 1804.
Η πολεμική του δράση κατά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους τροφοδότησε τα όνειρα των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και αποτελεί μια από τις σοβαρότερες επαναστατικές ενέργειες που έγιναν στην Ελλάδα πριν από την Επανάσταση του 1821. Νέος ακόμα έλαβε μέρος στα Ορλωφικά, στην Πελοπόννησο και στο Αιγαίο. Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) κατατάχτηκε ως αξιωματικός στο ελληνικό τάγμα του ρωσικού στρατού και ανδραγάθησε στην Περσία και στην Κριμαία, με αποτέλεσμα να προαχθεί σε λοχαγό. Το 1788, μετά την έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, παράλαβε από τους Έλληνες της Τεργέστης λίγα πλοία και άρχισε τις επιθέσεις του κατά των τουρκικών πλοίων. Οι επιτυχίες του Κατσώνη, ο οποίος στο μεταξύ είχε αυξήσει τη δύναμή του αιχμαλωτίζοντας τουρκικά πλοία, θορύβησαν τους Τούρκους, οι οποίοι έστειλαν εναντίον του τον τουρκικό στόλο: η σύγκρουση έγινε στην Κάρπαθο και έληξε με την ήττα των Τούρκων. Η επιτυχία αυτή προήγαγε τον Κατσώνη σε υποχιλίαρχο και ο στολίσκος του ονομάστηκε «στόλος της ρωσικής αυτοκρατορίας».
Ο σουλτάνος προτείνει τότε στον Κ. διαπραγματεύσεις τις οποίες όμως δε δέχτηκε, αλλά συνέχισε τον αγώνα με ορμητήριο την Κέα. Το 1790 αφού πήρε μαζί του και το Ρουμελιώτη αρματολό Ανδρούτσο πήγε στην Τένεδο, από όπου έστειλε τα πλοία προς λαφυραγωγία. Πριν προλάβει όμως να τα συγκεντρώσει πάλι, συγκρούστηκε μεταξύ Ανδρου και Εύβοιας με δύο τουρκικούς στόλους, έχασε τα περισσότερα πλοία του, και ο ίδιος μόλις κατόρθωσε να σωθεί τραυματισμένος, καταφεύγοντας στη Μήλο και μετά στα Κύθηρα. Η Αικατερίνη της Ρωσίας τον προήγαγε τότε σε χιλίαρχο και τον διέταξε να συντονίσει τη δράση του με τους άλλους αρχηγούς των ρωσικών δυνάμεων που βρίσκονταν στη Μεσόγειο. Ο Κατσώνης συγκέντρωσε στην Ιθάκη στόλο από 24 πλοία, αναγκάστηκε όμως να σταματήσει τις επιδρομές του με την αναγγελία της ρωσοτουρκικής ανακωχής· τότε πέρασε στη Μάνη, όπου παράμεινε ολόκληρο το 1791 φροντίζοντας για τη διοργάνωση επαναστατικού κινήματος στην Πελοπόννησο. Μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου και τη συνθήκη του Ιασίου (1792), που δεν έλαβε καμιά πρόνοια για τους Έλληνες, ο Κατσώνης δε συμμορφώθηκε προς τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού Ταμάρα να διακόψει τις εχθροπραξίες και να αφοπλίσει το στόλο του, και εξέδωσε το περίφημο μανιφέστο του Φανέρωσις του εξοχωτάτου χιλιάρχου και ιππέως Λάμπρου Κατσώνη, στο οποίο διαμαρτυρόταν για τη ρωσοτουρκική ειρήνη που δεν είχε λάβει υπόψη τα ελληνικά δίκαια και διακήρυττε ότι οι Έλληνες θα συνέχιζαν τον αγώνα τους · ο ίδιος οχυρώθηκε μαζί με τον Ανδρούτσο στο Ταίναρο, αλλά χωρίς υποστήριξη από τους ντόπιους και εγκαταλειμμένος από τους Ρώσους, αναγκάστηκε να καταφύγει αρχικά στα Κύθηρα, μετά στην Ιθάκη και στην Πάργα και τέλος στη Ρωσία. Αφού παραιτήθηκε από το ρωσικό στρατό, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Κριμαία όπου έζησε ιδιωτεύοντας ως το θάνατο του. Η ζωή του Κατσώνη έχει εμπνεύσει πολλά δημοτικά τραγούδια.