Κοινό όνομα των εντόμων της τάξης των οδοντόγναθων. Στο κεφάλι έχουν δύο κοντές και λεπτές κεραίες, δύο μεγάλα σύνθετα μάτια και τρία οφθαλμίδια. Τα στοματικά όργανα είναι του μασητικού τύπου· οι πτέρυγες, δύο ζωνάρια, που είναι επιμήκεις και πλούσιες σε δικτυωτές νευρώσεις, είναι διαφανείς και άχρωμες ή με βούλες, και λουρίδες με ελαφρές λαμπρές αποχρώσεις και μεταλλικές ανταύγειες. Η κοιλιά είναι γενικά μακριά, λεπτή και συχνά έχει ζωηρά χρώματα. Οι λιβελλούλες είναι αρπακτικά έντομα και τρέφονται με άλλα έντομα, που συλλαμβάνουν και καταβροχθίζουν κατά την πτήση· γι‘ αυτό έχουν οξεία όραση, γρήγορη κι αθόρυβη πτήση, και την ικανότητα να αλλάζουν ταχύτατα διεύθυνση.
Οι “>λιβελλούλες ζουν κατά προτίμηση στις όχθες των ποταμών και των τελμάτων, όπου η θηλυκή αποθέτει τα αβγά εγκαταλείποντάς τα στο νερό ή προσκολλώντας τα σε υδρόβια φυτά. Τα νεαρά άτομα που βγαίνουν από το αβγό (μεταμόρφωση) ζουν στο νερό, έχουν το σώμα διαμορφωμένο όπως των ακμαίων εντόμων, δεν έχουν όμως πτέρυγες με θαμπά χρώματα, αναπνέουν με τραχειοβράγχια και τρέφονται με οστρακόδερμα, προνύμφες άλλων εντόμων, γυρίνους και μικρά ψαράκια. Οι νύμφες έχουν υποτυπώδεις πτέρυγες και τη στιγμή της μεταμόρφωσης αναρριχώνται στα φυτά που προβάλλουν από το νερό. Δυο είδη πολύ διαδομένα στην Ευρώπη και στην Ασία είναι η λιβελλούλα η πεπιεσμένη (libellula depressa) και η λιβελλούλα η τετρακηλιδωτή (libellula quadrimaculata) που απαντιέται επίσης και στη Βόρεια Αμερική. Η λιβελλούλα είναι γνωστή και με το όνομα άγριο.