Θηλαστικό της οικογένειας των Αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοβόρων, (felis ή panthera leo). Το λιοντάρι (ή λέων) έχει βάρος 150 – 200 κιλά και ύψος στο ακρώμιο το αρσενικό ένα μέτρο και το θηλυκό 80 – 90 εκ. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης με κυνόδοντες αγκιστροειδείς· οι προγόμφιοι και οι γομφίοι είναι εφοδιασμένοι με κοφτερές αιχμές. Από το τρίτο έτος της ηλικίας, το αρσενικό έχει άφθονη χαίτη, καστανόξανθη ή μαυριδερή. Και στα δυο φύλα το τρίχωμα είναι κοντό, ομοιόχρωμο, από καστανόξανθο ως καστανό σκούρο. Τα πόδια φέρουν νύχια ανασταλτά.
Το λιοντάρι είναι γενικά μονογαμικό ζώο. Ύστερα από κύηση τρεισήμισι μηνών, το θηλυκό γεννάει δύο ή τρεις σκύμνους, μήκους 30 περίπου εκ., που τους θηλάζει επί έξι μήνες. Είναι διαδομένο στην Αφρική στα νότια της Σαχάρας στην Ασία, όπου προστατεύεται με αυστηρούς νόμους, βρίσκεται μόνο σε μια περιορισμένη ζώνη μεταξύ Βομβάης και του δέλτα του Ινδού, και ζει στις σαβάνες και στις στέπες, ενώ αποφεύγει τις ερήμους και τους τόπους ψηλόκορμης βλάστησης. Περνά γενικά τις ώρες της ημέρας σε ανάπαυση, κρυμμένο ανάμεσα στους θάμνους ή σε σπηλιές· αντίθετα, τη νύχτα αναζητεί την τροφή του και επιτίθεται κατά προτίμηση σε μεγάλα χορτοφάγα ζώα· στον άνθρωπο επιτίθεται μόνο όταν νοιώθει ότι κινδυνεύει ή όταν πια είναι γέρικο και αδύναμο και δεν κατορθώνει να πιάνει ταχύποδα ή ανθεκτικά στο τρέξιμο ζώα.