Σαν Σήμερα 06 Σεπτεμβρίου 1860 γεννήθηκε ο Έλληνας ποιητής Λορέντσος Μαβίλης στην Ιθάκη και απεβίωσε την 28η Νοεμβρίου 1912 στο Δρίσκο (Ήπειρος). Αριστοκρατικής καταγωγής (ο παππούς του ήταν Ισπανός ευπατρίδης) από γονείς Κερκυραίους (συμπτωματικά γεννήθηκε στην Ιθάκη, λόγω των μετακινήσεων του δικαστή πατέρα του), έζησε έντεκα χρόνια (1879 – 1890) στη Γερμανία σπουδάζοντας άτακτα φιλολογία και ζώντας την ανέμελη φοιτητική ζωή. Τύπος ενθουσιώδους πατριώτη, μόλις γύρισε στην Ελλάδα έσπευσε να καταταγεί στρατιώτης και το 1896 πήγε στην Κρήτη για να λάβει μέρος στην επανάσταση. Ο πόλεμος του 1897 τον έφερε στην Ήπειρο, όπου οργάνωσε δικό του εθελοντικό σώμα. Το 1911, μέλος της αναθεωρητικής Συνέλευσης, υπερασπίζεται με πάθος τη δημοτική στο Κοινοβούλιο· (δική του είναι η περίφημη φράση: (δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, αλλά χυδαίοι άνθρωποι). Στον πόλεμο του 1912, σε ηλικία 52 ετών, πολεμάει στην Ήπειρο επικεφαλής λόχου Γαριβαλδινών, με αλόγιστη τόλμη και σκοτώνεται.
Μορφωμένος και πολύγλωσσος, πρωτοεμφανίζεται, γύρω στο 1885, με μεταφράσεις στο περιοδικό Έσπερος της Λιψίας (την ίδια εποχή και στο ίδιο περιοδικό εμφανίζεται, με μεταφράσεις επίσης, ο Καβάφης), για να τραπεί τελικά στην προσωπική δημιουργία με το σονέτο· Τα ποιήματά του τα παρουσιάζει με μεγάλη φειδώ στα περιοδικά της εποχής· συλλογή δεν τύπωσε ο ίδιος: την πρώτη έκδοση των Απάντων του, δημοσίευσαν το 1915 ο φίλος του Κωνσταντίνος Θεοτόκης και η Ειρήνη Δενδρινού.
Μυημένος στα μυστικά της μουσικής (έπαιζε καλό πιάνο), μετέβαλλε τα ποιήματά του σε μουσικά κομμάτια, εφαρμόζοντας αυστηρότατη ομοιοκαταληξία, εσωτερικές ομοηχίες («σ’ αντικρίζει» «σε αγγίζει», «γέρικη – γέρνεις»), με υπολογισμένη χρήση της συνίζησης, με παρηχήσεις των συμφώνων. Η τεχνικότατη επεξεργασία των σονέτων του μας αφήνει κάποτε την εντύπωση μιας σκληράδας και αλυγισιάς. Ένα αληθινό όμως πάθος, που υπάρχει πίσω από όλα αυτά, μεταβάλλει τελικά τα ποιήματά του σε μαρτυρίες μιας γνήσιας ανθρώπινης αγωνίας ενώ τα διαπερνά κάποιος καημός, που δε δηλώνεται, υποδηλώνεται όμως σαν ενδημική μελαγχολία.