Έλληνας πολιτικός και στρατιωτικός. Γεννήθηκε στο Καρλόβασι Σάμου το 1772, και πέθανε στην Αθήνα το 1850. Γραμματέας των ηγεμόνων της Βλαχίας, κατέλαβε το αξίωμα του λογοθέτη, στο οποίο οφείλει το επώνυμο του. Το όνομα Λυκούργος είναι ψευδώνυμο που πήρε όταν μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία (1820). Το οικογενειακό του όνομα ήταν Γεώργιος Ιωάννου. Με την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 έσπευσε στην πατρίδα του, από όπου πριν από πολλά χρόνια, είχε υποχρεωθεί να απομακρυνθεί από τους πολιτικούς του αντιπάλους, και ως «αρχηγός των όπλων Σάμου» – τον είχε διορίσει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης – αφού συμφιλίωσε όλο το λαό, οργάνωσε μέσα σε βραχύ διάστημα ισχυρό στρατό, με τον οποίο σκόρπισε στη μικρασιατική ακτή τα τουρκικά στρατεύματα τα προορισμένα για εισβολή στο νησί του και απόκρουσε επιτυχώς τον υπό τον Καρά-Αλή τουρκικό στόλο (4-5 Ιουλίου 1821) που επιχείρησε ν’ αποβιβάσει στη Σάμο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Με δική του πρωτοβουλία, αποτέλεσμα ανακριβών πληροφοριών ως προς τις εκεί συνθήκες, αποβιβάστηκε (10 Μαρτίου 1822) στη Χίο μεταφέροντας εκεί την επανάσταση. Ισχυρές τουρκικές δυνάμεις όμως, που έφτασαν αμέσως στο νησί, τον ανάγκασαν να αποχωρήσει. Η εκδικητική μανία των Τούρκων κατά την επιχείρηση αυτή παράμεινε στην ιστορία ως «η σφαγή της Χίου». Για την αποτυχία του αυτή φυλακίστηκε στην Πελοπόννησο, όπου είχε κληθεί για να απολογηθεί, αθωώθηκε όμως αργότερα από τον Κολοκοτρώνη και επέστρεψε στη Σάμο, την οποία κυβέρνησε ως την άφιξη του Καποδίστρια, οπότε διορίστηκε έκτακτος επίτροπος στη Λακωνία και στη Μεσσηνία. Ξαναγύρισε στην πατρίδα του και αγωνίστηκε για την ένωσή της με την Ελλάδα, όταν το 1830, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, η Σάμος αποκλείστηκε από την ελληνική επικράτεια, υποχρεώθηκε όμως να απομακρυνθεί, από τις προστάτιδες δυνάμεις, και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου τιμήθηκε με τα αξιώματα του συμβούλου της επικρατείας (1837) και του γερουσιαστή (1844).